Η ιστορία της «Βίλας Αμαλία»

17:07 9/1/2013 - Πηγή: Matrix24

Εκατό μέτρα απόσταση την πλατείας Bικτωρίας, πρώην πλατεία Kυριακού ανάμεσα στον Αγ. Παντελεήμονα και τη πλατεία Βάθη. Παλιό αστικό σπίτι, χτισμένο, την εποχή της Βαυαροκρατίας υπό τον βασιλιά ¨Οθωνα στην Ελλάδα, πάνω σε σχέδια του επίσης Βαυαρού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ. Πιθανό έτος έναρξης της κατασκευής του το 1860, έτος περάτωσης το 1862, μια μικρή περίοδος όπου η Ελλάδα πρόλαβε να γνώρισε τρεις πρωθυπουργούς στο ίδιο διάστημα. Τους Αθανάσιο Μιαούλη,

Γενναίο Κολοκοτρώνη και Δημήτρη Βούλγαρη. Πολλοί νομίζουν ότι το κτήριο, ονομάστηκε Βίλα Αμαλία, λόγω της αποτυχημένης απόπειρας ενός φοιτητή να δολοφονήσει το Φεβρουάριο του 1861 την βασίλισσα Αμαλία. Η ονομασία δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός. Απλή σύμπτωση.

Το 1989 ομάδες των πρώτων καταληψιών στην Αθήνα εγκαθίστανται στην παραμελημένη βίλα που είχε αφιερώσει ο βασιλιάς Όθωνας στη σύζυγό του Αμαλία επί της λεωφόρου Συγγρού. Όταν η αστυνομία τους εξαναγκάζει τότε να την εκκενώσουν αυτοί βρίσκουν νέο στέκι στο εγκαταλειμμένο κτήριο από το υπουργείο Παιδείας αλλά και από το Δήμο Αθηναίων, επί της Χέυδεν. Εκεί στη πρώτη ανοιχτή συνέλευση αποφασίζουν να το ονομάσουν Βίλα Αμαλία προς τιμή και εις ανάμνηση της πρώτης τους κατάληψης στη Συγγρού. Υπάρχει, εξάλλου η μαρμάρινη πινακίδα που είναι αναρτημένη πάνω από τη κεντρική είσοδο του τρίπατου κτηρίου που γράφει Β’ Γυμνάσιο Αρένων 1862. Χρονολογία που θεωρείται ότι άρχισε να φιλοξενεί μαθητές. Άλλοι λένε ότι ως γυμνάσιο άρχισε να λειτουργεί συστηματικά από τη δεκαετία του 1920 ενώ είναι σίγουρο ότι τη περίοδο της Γερμανικής κατοχής ήταν διοικητήριο των κατοχικών δυνάμεων. Όπως και να έχει το κτήριο απέκτησε εμβληματικό χαρακτήρα και δέσποζε στη συγκεκριμένη γωνία πριν καταντήσει άλλο ένα ερειπωμένο κτηριακό φάντασμα της Αθήνας, αφού στέγασε μεταπολεμικά ως τι; Αρχές του 1980 ένα από τα πιο «μυθικά» σχολεία της Αθήνας, το 2ο Γυμνάσιο.

Η ψηλή, πάνω από 3 μέτρα, κεντρική πόρτα του κτιρίου, επί της Χέυδεν, οδηγούσε στο υπερυψωμένο ισόγειο με μαρμάρινα σκαλιά που «τέλειωναν» με παραστάτες στους δυο τοίχους. Ξύλινα πατώματα στον όροφο στον οποίο οδηγούσε η φαρδιά μαρμάρινη εσωτερική στριφογυριστή σκάλα. Υπερμεγέθη τετράδιπλα παράθυρα και μπαλκονόπορτες περίτεχνες γύψινες διακοσμήσεις στα ταβάνια, οροφογραφίες, ακροκέραμα και φουρούσια στα μπαλκόνια, όλα σε νεοκλασικά μοτίβα, χάριζαν στην όψη και το εσωτερικό του τη μεγαλοπρέπεια ενός αρχοντικού άλλων εποχών. Ακόμα και οι αποθήκες και τα παλιά μαγειρεία του ημιυπόγειου αντανακλούσαν ευδιάκριτα την ανάλαφρη μορφή του εκφραστικού αυτού αρχιτεκτονικού ρεύματος του 19ου αιώνα. Ωστόσο ήταν οι μαθητές και οι καθηγητές του Γυμνασίου που προσέφεραν επί δεκαετίες, πριν μεταφερθούν οι τάξεις του στο παλιό Αρσάκειο στην οδό Σουρμελή, το περιεχόμενο που θα έκανε ιστορικό το κτήριο. Από τα θρανία του πέρασαν ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο εικαστικός Αλέκος Φασιανός, ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, ο συγγραφέας και εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος, οι ζωγράφοι Πέτρος Ζουμπουλάκης και Γρηγόρης Σεμιτέκολο, ο δημοσιογράφος Άγγελος Μαρόπουλος, οι ηθοποιοί Τρύφων Καρατζάς και Κώστας Καραγιώργης, ο τραγουδιστής Βλάσης Μπονάτσος , ο πλαστικός χειρούργος Αντρέας Φουστάνος, ο κριτικός Ιάσονας Τριανταφυλλίδης και τόσοι άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι, ο καθένας με τη δική του διαδρομή και τις κοινές, ανά εποχή, μαθητικές αναμνήσεις.

Σε αυτό το μετά βίας ,ήδη από τη δεκαετία του 60, διατηρητέο , εμβληματική φυσιογνωμία υπήρξε ο επί πολλά χρόνια αυστηρός γυμνασιάρχης του Λουκάς Πάτρας, που έγινε θρυλικός στα Αθηναϊκά σχολεία της εποχής για από τα διάσημα «διπλά χαστούκια» που φιλοδωρούσε τους απείθαρχους, τους ακούρευτους και τους ατίθασους που επισκέπτονταν το απέναντι επί της Χέυδεν «Ροντέο» όπου έπαιζε ο Διονύσης Σαββόπουλος, το πιο πάνω στο ίδιο δρόμο «Ελατήριο» όπου έπαιζαν οι «Πολλ» και το ένα τετράγωνο μακρύτερα « Κύτταρο» όπου έδιναν συναυλίες περιστασιακά τα μουσικά συγκροτήματα «Σόκρατες» και «Εξαδάκτυλος» με το Δημήτρη Πουλικάκο. Αυτά επί χούντας, αλλά με την ίδια αυστηρότητα επιχειρήθηκε να δαμαστούν όλοι οι ανήσυχοι μαθητές και προδικτατορικά καθώς και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Παράλληλα μια σειρά από καθηγητές επιχείρησαν μεθοδικά να διαμορφώσουν προσωπικότητες και να αναδείξουν χαρακτήρες στο ίδιο σχολείο. Και τα αποτελέσματα σε μεγάλο βαθμό τους δικαίωσαν. Τελευταίος γυμνασιάρχης που σφράγισε με το στυλ τη περίοδο ο εκπαιδευτικός Α. Τσάπαλης προς τιμή του οποίου με δόσεις δυτικόστροφου σαρκασμού οι μαθητές αποκαλούσαν το Γυμνάσιο τους «Τσαπ –Τσαπ Κόλετζ».

Από την εγκατάλειψη στην κατάληψη

Το κτήριο εγκαταλειμμένο και αφημένο χρόνια στο έλεος της φθοράς , της διάβρωσης και της απαξίωσης βαθμιαία σάπιζε και ερήμωνε. Η κρατική μέριμνα ως συνήθως ήταν απούσα..

Από τα τέλη του 1989 μια ομάδα πεισματάρηδων αντιεξουσιαστών, μόικαν , πανκ και ριζοσπαστών εναλλακτικών νέων αποφάσισαν να καταλάβουν το εγκαταλελειμμένο σχολείο, για να στεγάσουν την δική τους κουλτούρα. Εδώ και 23 χρόνια λειτουργούσε σαν ανοιχτός κοινωνικός πολιτικός χώρος και σαν κατάληψη που πρόσφερε δωρεάν στέγη. Εκεί οργανώθηκαν αμέτρητες εκδηλώσεις (προβολές, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, συζητήσεις ) ενώ η ανιδιοτελής προσωπική εργασία εκατοντάδων ανθρώπων κράτησαν όρθιο ένα κτίριο που αν είχε αφεθεί στην τύχη του για να καταρρεύσει. Ύστερα από επίμονες προσπάθειες ο ιδιοκτήτης του χώρου Δήμος Αθηναίων υποσχέθηκε πριν 25 χρόνια την αναπαλαίωσή του, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πολιτιστικό κέντρο, με παράλληλη ανάπλαση της οδού Χέυδεν από την πλατεία Bικτωρίας μέχρι την Aχαρνών.

H ανάπλαση πραγματοποιήθηκε αλλά μόνο μέχρι την οδό Φυλής και το κτίριο του θρυλικού πρώην Γυμνασίου ξεχάστηκε.

Έτσι οι ανανεούμενοι καταληψίες συνέχιζαν να δημιουργούν χρόνο το χρόνο παιδικά στέκια, ομάδες θεάτρου, μοντέρνου χορού, μουσικής, συλλογικής κουζίνας, προβολών, βίντεο, κουκλοθέατρου, βιβλιοπωλείου, αυτοδιαχειριζόμενου καφενείου, τυπογραφείου. Και ταυτόχρονα να προωθούν προγράμματα αυτομόρφωσης, εκμάθησης ξένων γλωσσών, Η/Υ, φωτογραφίας, μουσικών οργάνων, να ενθαρρύνουν μουσικά και εκδοτικά εγχειρήματα. Υπό μια έννοια συνέχιζε με αυτοδιαχειριζόμενο τρόπο το έργο του Β΄ Γυμνασίου που έγινε ορμητήριο για νέους γεμάτους όρεξη και πάθος να μάθουν, να ανακαλύψουν, να αναζητήσουν, να δημιουργήσουν.

Παράλληλα, όμως, μετά από δυο αστυνομικές επιθέσεις για την εκκένωσή του τη δεκαετία του 90 και την δυναμική αντίσταση των καταληψιών το κτήριο πήρε συμβολικές διαστάσεις της άμυνας του αντιεξουσιαστικού κινήματος απέναντι στις ομάδες κρατικής καταστολής. Έκτοτε οι δυνάμεις της τάξης το αποκαλούσαν ως το «γνωστό σημείο» και οι αντεξουσιαστές ως «αυτοοργανωμένο χώρο». Μόνο που τα τελευταία χρόνια το σκηνικό άλλαξε καθώς το προπύργιο της αντικαταστολής έτεινε προς τη παρακμή υιοθετώντας αντί το σλόγκαν του «απελευθερωμένου χωροχρόνου» τη λογική της έντασης και τη βίας καθώς οι καταληψίες μπλέχτηκαν στις κομματικές αντιπαραθέσεις, τη δημαγωγία και τους πολιτικούς αντιπερισπασμούς. Και όπως είπε ένας από τους πρωτεργάτες της αρχικής κατάληψης : «Τα πράγματα άλλαξαν για όλους. Και εγώ μπήκα με χαίτη Μόικαν στη βίλα Αμαλία και βγαίνω πλέον φαλακρός!»

Keywords
Αναζητήσεις
για παλια ακροκεραμα
Τυχαία Θέματα