Πώς η αύξηση των επιτοκίων αναδεικνύει τις αδυναμίες των τραπεζών

Το τέλος των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων μπορεί εκ πρώτης όψεως να αποτέλεσε καλή είδηση για τις τράπεζες τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, ωστόσο μια βαθύτερη προσέγγιση αποδεικνύει ότι ο συγκεκριμένος κλάδος αντιμετωπίζει περαιτέρω σημαντικά προβλήματα.

Ειδικότερα, οι Financial Times σημειώνουν ότι θέματα σχετικά με τα κρατικά ομόλογα, τα μεγάλα χαρτοφυλάκια

δανείων με σταθερά επιτόκια αλλά και η ασταθής συμπεριφορά των καταθετών αποτελούν διάφορες ανησυχίες που βρίσκονται στο επίκεντρο των τραπεζών σε Ευρώπη και ΗΠΑ.

Οι FT, κάτω από αυτές τις συνθήκες, παρουσιάζουν κατηγοριοποιημένα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες αυτών των περιοχών.

Ξεκινώντας με τις απώλειες σε χαρτοφυλάκια ομολόγων

Αρχικά, σημειώνεται ότι οι τράπεζες αγοράζουν συνήθως πολύ ασφαλές κρατικό χρέος ως έναν τρόπο για να εκπληρώσουν τις κανονιστικές απαιτήσεις για την κατοχή επαρκούς ποσότητας ρευστών στοιχείων ενεργητικού υψηλής ποιότητας.

Σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στις ΗΠΑ, οι τράπεζες δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις ζημίες από την αποτίμηση στην αγορά στα κέρδη ή στους κεφαλαιακούς δείκτες τους, οπότε οι περισσότερες δεν έχουν αντισταθμίσει αυτό το ενδεχόμενο.

Όταν μια τράπεζα βρεθεί χωρίς μετρητά για να καλύψει τις εκροές καταθέσεων, όπως συνέβη στη Silicon Valley Bank, μπορεί να αναγκαστεί να πουλήσει μέρος του «διακρατούμενου ως τη λήξη» χαρτοφυλακίου της, ενδεχομένως προκαλώντας ανησυχία στους επενδυτές όσο και τους καταθέτες.

Στην Ευρώπη, οι κανόνες είναι διαφορετικοί, όπου τα κεφάλαια που έχουν ήδη διοχετεύσει οι εποπτικοί φορείς αντικατοπτρίζουν ήδη την επίδραση των αυξημένων επιτοκίων στα περισσότερα ομόλογα.

Τα δάνεια σταθερού επιτοκίου

Συνεχίζοντας, οι FT σημειώνουν ότι η άνοδος των επιτοκίων αποτελεί διπλή πρόκληση για τη δανειοδοτική πλευρά του ενεργητικού των τραπεζών.

Εκείνες που είναι σε θέση να μετακυλήσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων στους πελάτες μέσω δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου απόλαυσαν αύξηση των κερδών τους το 2022. Τα δάνεια σταθερού επιτοκίου έχουν λιγότερες πιθανότητες αθέτησης, αλλά αποτελούν επίσης τροχοπέδη στην κερδοφορία των τραπεζών, των οποίων το δικό τους κόστος χρηματοδότησης θα αυξηθεί.

Τα υψηλότερα επιτόκια οδηγούν επίσης σε περισσότερες αθετήσεις, αν και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα στην ΕΕ.

Τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο γίνονται όλο και πιο δημοφιλή στην ευρωζώνη, αλλά τα στεγαστικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περίπου τα τρία τέταρτα του συνόλου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ωστόσο, η εικόνα είναι ακόμα πιο ιδιαίτερη στις ΗΠΑ, όπου τα ενυπόθηκα δάνεια ρυθμιζόμενου επιτοκίου αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10% του συνόλου των ενυπόθηκων δανείων, αλλά το 36% εκείνων που βρίσκονται στους τραπεζικούς ισολογισμούς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Federal Deposit Insurance Corporation.

Εμπορικά ακίνητα

Στο επίκεντρο των ανησυχιών των τραπεζών βρίσκονται τα δάνεια επαγγελματικών ακινήτων. Εκτός από την άνοδο των επιτοκίων, οι επενδυτές ακινήτων αντιμετωπίζουν χαμηλότερες αποτιμήσεις λόγω των σχετιζόμενων με την πανδημία αλλαγών στα πρότυπα εργασίας και αγορών. Σύμφωνα με την JPMorgan, λίγο περισσότερα από τα δύο πέμπτα των δανείων CRE στις ΗΠΑ κατέχονται από τράπεζες.

Από την άλλη, η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε εμπορικά ακίνητα έχει χαρακτηριστεί ως «βασική ευπάθεια» από την ΕΚΤ. Ωστόσο, τα CRE αποτελούν μόνο το 6% περίπου του χαρτοφυλακίου δανείων των ευρωπαϊκών τραπεζών, σύμφωνα με τη διαχειρίστρια περιουσιακών στοιχείων DWS.

Ο ρόλος των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων

Αξιοσημείωτης σημασίας είναι η έκθεση των τραπεζών στις ιδιωτικές πιστώσεις. Ψηλά στις λίστες παρακολούθησης των ρυθμιστικών αρχών βρίσκονται τα δάνεια με μόχλευση, τα οποία οι εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων χρησιμοποιούν συνήθως για τη χρηματοδότηση των εξαγορών τους.

Τα δάνεια με μόχλευση συνήθως συνδυάζουν «υψηλή μόχλευση, επιθετικές παραδοχές αποπληρωμής, αδύναμες δεσμεύσεις ή όρους που επιτρέπουν στους δανειολήπτες να αυξάνουν το χρέος, συμπεριλαμβανομένων των αναλήψεων σε πρόσθετες διευκολύνσεις», σύμφωνα με την ετήσια επισκόπηση που εξέδωσαν οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ τον περασμένο μήνα.

Επειδή τα δάνεια αυτά προσελκύουν τόκους με κυμαινόμενο επιτόκιο, η αξία τους δεν μειώνεται μηχανικά καθώς αυξάνονται τα επιτόκια.

Εκροές καταθέσεων

Όταν τα επιτόκια και ο πληθωρισμός αυξάνονται, οι αποταμιευτές περιμένουν τα χρήματά τους να αποδίδουν περισσότερο. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα στις τράπεζες, γεγονός που μπορεί να ωθήσει τους πελάτες να μεταφέρουν τα χρήματα αλλού.

Στις ΗΠΑ, οι συνολικές τραπεζικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 3,3% από τότε που η Fed άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια πέρυσι, ενώ η τάση αυτή επιταχύνθηκε περίπου την εποχή που η SVB και η Signature Bank χρεοκόπησαν.

Στην ευρωζώνη, οι καταθέτες απέσυραν 214 δισ. ευρώ τους τελευταίους πέντε μήνες, ή το 1,5% των συνολικών καταθέσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Αύξηση του κόστους χρηματοδότησης

Ενώ άλλες πηγές χρηματοδότησης είναι διαθέσιμες, αυτές γίνονται ακριβότερες όταν τα επιτόκια αυξάνονται, καθώς οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις. Η πρόσφατη απόφαση της ελβετικής ρυθμιστικής αρχής Finma να διαγράψει 16 δισ. στερλίνες (17 δισ. δολάρια) πρόσθετων ομολόγων της κατηγορίας 1 (AT1) στο πλαίσιο της εξαγοράς της Credit Suisse από την UBS θα αυξήσει περαιτέρω το κόστος χρηματοδότησης χονδρικής των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Κατά μέσο όρο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν έκθεση AT1 που ισοδυναμεί με 2,2% του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού τους, αν και είναι σημαντικά υψηλότερη σε ορισμένες τράπεζες, όπως η Julius Baer με 7,2% και η Barclays με 3,9%.

ΤΡΑΠΕΖΕΣΕυρώπηΗΠΑFinancial Times
Keywords
Τυχαία Θέματα