«Ο σταχτοτσικνιάς» της Ελένης Σαραντίτη

Ο σταχτοτσικνιάς είναι ερωδιός. Μεγαλόσωμος. Επιβλητικός. Μα εντούτοις λεπτοκαμωμένος. Ανήκει στην οικογένεια των Ερωδιιδών, είναι πτηνό παρυδάτιο και η επιστημονική ονομασία του είναι ardea cinerea. To είδος περιγράφηκε πρώτη φορά με την τωρινή του ονομασία το 1758 από τον σπουδαίο Σουηδό φυσιοδίφη Κάρολο Λινναίο (1707-1778).

Ο παρόμοιος πορφυροτσικνιάς εμφανίζεται μόνο τους ζεστούς μήνες και έχει αρκετό κόκκινο και καφετί χρώμα στο σώμα του. Tο ίδιο υψηλόσωμος και λεπτοφυής και αυτός.

Ας αναφέρω όμως αρχικώς ότι ο σταχτοτσικνιάς είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός και διαδεδομένος

ερωδιός στην Ευρώπη, και ο μεγαλύτερος, με 90 εκ. ύψος περίπου. Συχνά και περισσότερο. Το άνοιγμα των φτερών του είναι 1,6 έως 2 μ. To λυγερό πουλί ξεχωρίζει, εκτός από το μεγάλο ανάστημά του, χάρη και στο σταχτί επάνω μέρος του και τη χαρακτηριστική μαύρη και πλατιά ράβδωση που ξεκινά από το μάτι και φθάνει μέχρι το τελείωμα του λοφίου του· το ράμφος του, κίτρινο και επίμηκες, ισχυρότατο, την περίοδο της αναπαραγωγής γίνεται κοκκινωπό. Τόσο το αρσενικό πουλί όσο και το θηλυκό είναι πανομοιότυπα. Η φωνή τους δεν είναι πολύ μελωδική, είναι όμως ξεχωριστή: βραχνή, ένα «κριεκ» απαλό σαν σπάσιμο κλαδιού, κραυγούλες ήσυχες και κάποιο σεμνό, κουδουνιστό κροτάλισμα ράμφους.

Επιλέγει ποτάμια, λίμνες με άφθονη βλάστηση και παραμονεύει με υπομονή πολλή ώρα, ακίνητο μέσα ή κοντά στο νερό, έως ότου εμφανιστεί η λεία του. Αγαπά να τρέφεται με ψάρια, κυρίως χέλια, αλλά του αρέσουν και οι σαύρες, τα βατράχια, καθώς και τα σκουλήκια, τα σαλιγκάρια και τα τρωκτικά. Κάποτε και τα μικρά πουλιά. Σπανιότερα και λίγη φυτική ύλη. Συλλαμβάνει τα θηράματά του όπως ακριβώς ο ερωδιός: στέκεται στο σημείο που θεωρεί περαστικό μπορεί και ώρες, συχνά στηριζόμενος μόνο στο ένα πόδι, και έπειτα οδηγεί τη λεία του έξω από το νερό, στην όχθη.

Πετάει αργά, με ακανόνιστα, δυνατά φτεροκοπήματα και ολάνοιχτες τις φτερούγες του, τα πόδια τεντωμένα πίσω, και κρατά τον λαιμό κυρτωμένο ανάμεσα στους ώμους σε σχήμα S· αυτό το στοιχείο τον διακρίνει από τους πελαργούς, τους γερανούς και άλλα συγγενικά γένη κατά την πτήση.

Φτιάχνει τη φωλιά του κατά αποικίες δεκάδων ατόμων, πάνω σε δέντρα ή μέσα στις καλαμιές. Οι φωλιές αυτές αποκαλούνται ερωδιώνες (heronries). Πολύ σπάνια παρατηρείται να φωλιάζει μοναχικά. Είναι άτομο εξαιρετικά κοινωνικό, φιλικό θα έλεγα. Η φωλιά είναι μια πλατφόρμα από χοντρά κλαδιά που επαναχρησιμοποιείται κατά το πέρασμα των εποχών. Συνήθως είναι τοποθετημένη σε δέντρο υψηλό, κάποτε έως και 50 μ., αλλά δυνατόν να βρίσκεται και στο έδαφος, σε θάμνους, γλώσσες άμμου ή καλαμιώνες. Ειδικά στους τελευταίους, η φωλιά κατασκευάζεται από καλάμια, ενώ στο έδαφος μπορεί να είναι μια απλή κοιλότητα στρωμένη με φερτά υλικά. Τα υλικά αυτά είναι μικρά κλαδιά, βλαστοί, ρίζες – αναλόγως. Κατασκευάζεται από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό σπεύδει να προμηθευτεί τα απαραίτητα.

Γεννά Μάρτιο με Απρίλιο 4-5, σπανίως 7, ανοιχτογάλαζα αυγά και τα κλωσά έως έναν μήνα. Να σημειωθεί ότι η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα. Οι νεοσσοί πτερώνονται, δηλαδή πετούν, αμέσως μόλις συμπληρώσουν πενήντα μέρες ζωής. Δεν απειλούνται άμεσα και λόγω μεγέθους.

Στην Ευρώπη πάντως το είδος ήταν υπό δίωξη κατά τον 18ο-19ο αιώνα λόγω της μεγάλης κατανάλωσης από αυτό ψαριών, που οδήγησε σε ανταγωνισμό με τους αλιείς και τους υδατοκαλλιεργητές. Εκτιμάται ότι τότε έχαναν τη ζωή τους –και μόνο στη Σκοτία– περίπου 800 ερωδιοί τον χρόνο. Επίσης, πολλά από τα πανώρια και ειρηνικά αυτά πτηνά γίνονται αντικείμενο εμπορίου σε αγορές παραδοσιακής ιατρικής στη Νιγηρία.

Επισκέπτονται την πατρίδα μας κατά τη μεταναστευτική περίοδο, αν και πολλά άτομα ξεχειμωνιάζουν στα μέρη μας· πλέον διαρκώς και περισσότερα εγκαθίστανται για όλο τον χρόνο.

Η λατινική επιστημονική ονομασία του πτηνού cinerea, «ο έχων το χρώμα της στάχτης», προέρχεται από το cinis (στάχτη) και φυσικά παραπέμπει στο χρώμα του. Πολύ συχνά δεν διστάζει να πετά κοντά στους ανθρώπους· μάλλον δείχνει να τον ευχαριστεί η παρουσία μας – καμιά φορά κοντοστέκεται, ιδίως στα πάρκα, και παρατηρεί παιχνίδια παιδιών ή ακροάζεται μουσικές. Όταν όμως ενοχλείται από αθέλητες παρουσίες ή βάρβαρους θορύβους, απομακρύνεται με τραχιές φωνές και θυμωμένα κρωξίματα.

Ο σταχτοτσικνιάς, όπως και οι άλλοι ερωδιοί, είναι ηπειρωτικό είδος του Παλαιού Κόσμου, δηλαδή ζει, αναπαράγεται και μετακινείται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Μάλιστα στην Αφρική ζει, πολλαπλασιάζεται και διαχειμάζει καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, με εξαίρεση τη Σαχάρα. Έχει εισαχθεί επίσης στα νησιά Κομόρες, ΒΔ της Μαδαγασκάρης.

Στην οικογένεια ανήκουν και άλλα, ωραία, ειρηνικά και ασφαλώς ωφέλιμα πτερωτά: ήταυρος, μικροτσικνιάς, νυχτοκόρακας, κρυπτοτσικνιάς, γελαδάρης, λευκοτσικνιάς, αργυροτσικνιάς, πορφυροτσικνιάς. Στολίδια του κόσμου που τον κατοικούμε, τέρψη οφθαλμών και ψυχής. Ο ίδιος ο σταχτοτσικνιάς απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: σταχτοερωδιός, τρυγονοκράχτης, τρυγονοσούρτης, ψαροφάγος και ψαροφάς.

Οι ονομασίες τρυγονοσούρτης και τρυγονοκράχτης προέρχονται από μια λαϊκή δοξασία: Ότι –λέει– οι σταχτοτσικνιάδες ηγούνται των τρυγονιών κατά τις μεταναστεύσεις τους· τα καλούν δε με κραυγές να τους ακολουθήσουν. Όταν μάλιστα διακρίνουν κούραση στα μικρά πουλιά, πλησιάζουν και τα σηκώνουν στη ράχη τους. Η όμορφη και παμπάλαια αυτή αντίληψη στηρίζεται στο γεγονός ότι και τα δύο αυτά είδη πουλιών αναχωρούν την ίδια εποχή και ακολουθούν παρόμοια διαδρομή.

Μια φορά κι έναν καιρό –μας λέει το παραμύθι– ένας καλόκαρδος Σταχτοτσικνιάς τριγυρνούσε καμαρωτός και καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, ενώ δεν παρέλειπε να χαιρετά και όλα τα άλλα πουλιά που είχαν σπεύσει από νωρίς για τον επιούσιο.
– Τυχερός που είσαι, Σταχτοτσικνιά, καλέ μου, του είπε η Χήνα ακολουθούμενη από τα χηνόπουλά της.
– Ω, ναι, τυχερός! επανέλαβαν και τα παιδάκια της. Με τέτοιο μακρύ και δυνατό ράμφος, έχεις ό,τι ψάρι λαχταράς...
– Ναι. Ναι. Αλλά κι εσείς βουτάτε μέχρι τον βυθό και φτάνετε στον πάτο της λίμνης. Δεν σας ξεφεύγει τίποτα.
– Πα, πα, πα, ναι, ευτυχώς, απάντησε όλη οικογένεια της πάπιας, όμως ένας ξαφνικός φόβος άρχισε να περιφέρεται μεταξύ των πουλιών της λίμνης: Ο Λύκος!
Αλλά και αυτός φοβισμένος έδειχνε. Και πονεμένος. Ήταν έτσι εξαιτίας ενός κόκαλου που είχε σκαλώσει στον λαιμό του προηγουμένως, στο γεύμα. Υπέφερε. Και έβηχε.
– Σε θερμοπαρακαλώ, περήφανε Σταχτοτσικνιά μου, χώσε το ράμφος σου και τράβα το. Θα σε πληρώσω όσα θελήσεις.
Τα άλλα πουλιά κοίταζαν τρομαγμένα· ο Ερωδιός, όμως, πλησίασε τον Λύκο, έχωσε το μακρύ του ράμφος βαθιά στον λαιμό του και τράβηξε το σφηνωμένο κόκαλο. Έπειτα ζήτησε την αμοιβή του. Αλλά ο Λύκος, ανακουφισμένος τώρα, αγρίεψε και έβαλε φωνή:
– Δε λες κι ευχαριστώ που δεν σου κατάπια το κεφάλι όταν το έχωσες στο στόμα μου, ζητάς και αμοιβή...
Μούγκριζε. Αγρίεψε.
– Αχ, Σταχτοτσικνιά μου, τον πλησίασε η Πάπια. Φτηνά τη γλίτωσες. Από τους πονηρούς η μόνη αμοιβή που μπορείς να πάρεις, αν τους ευεργετήσεις, είναι να μη σου κάνουν κακό. Κατάλαβες; Πα, πα, πα, καλό πουλί!

[Η Ελένη Σαραντίτη είναι μέλος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας.]

Keywords
Τυχαία Θέματα