Σπύρος Ι. Ράγκος: «Θαυμάζειν – Απορείν – Φιλοσοφείν»

Η διαδικασία της γραφής συνιστά αφ’ εαυτής μια περιπέτεια, ένα ταξίδι που ενδεχομένως δεν κλείνει ούτε καν εκείνη τη στιγμή που η βούληση του δημιουργού της θα επιλέξει ως τέλος της. Αλλά η διαδικασία συγγραφής στον χώρο της φιλοσοφίας απαιτεί μια επίπονη διανοητική δραστηριότητα, που εστιάζοντας σε ένα βασικό πρόβλημα θα διατρέξει πολλούς σταθμούς της ανθρώπινης σκέψης, όχι οπωσδήποτε για τη λύση του, αλλά κυρίως, και πάνω απ’ όλα, για τη συγκρότηση μιας –ακόμα– επεξεργασμένης πρότασης για τη θεώρηση ή την κατανόησή του.

Αυτό

ακριβώς αντιπροσωπεύει το βιβλίο του καθηγητή Σπύρου Ι. Ράγκου, με τίτλο: Θαυμάζειν, απορείν, φιλοσοφείν: Η αρχή της φιλοσοφίας και η φιλοσοφία ως αρχή στην κλασική εποχή (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023). Η συγγραφή του βιβλίου κυοφορείται μακριά πίσω στον χρόνο. Προβαθμίδες της υλοποίησής του υπήρξαν αρχικά το ακαδημαϊκό σεμινάριο (2015-2016, ιδέα της καθηγήτριας Ελένης Φιλιππάκη σε συνδιοργάνωση με τον Σπύρο Ράγκο), με θέμα τη σημασία του θαυμασμού στη φιλοσοφία. Και στη συνέχεια, το διαδικτυακό συνέδριο (22-23 Οκτωβρίου 2020), που διοργάνωσαν οι καθηγήτριες Βάσω Κιντή και Ελένη Φιλιππάκη, πάνω στο ίδιο θέμα.

Ο καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών Σπύρος Ι. Ράγκος, με πολύχρονη επιστημονική, ερευνητική και ακαδημαϊκή θητεία σε διακεκριμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής (Αθηνών, Cambridge, École Pratiques des Hautes Études, Princeton), θα επιλέξει το πεδίο τομής φιλολογίας και φιλοσοφίας, όπου η μεν πρώτη τού προσφέρει την εναποταμιευμένη σοφία των κειμένων και η δεύτερη το πανόραμα της κινούμενης «ενεικόνισης» του ανθρώπινου πνεύματος εν τόπω και χρόνω. Φιλοσοφική του «πατρίδα» η κλασική εποχή, στην οποία εκβάλλει η προσωκρατική φυσική φιλοσοφία για να οικοδομηθεί στη συνέχεια ο απροκατάληπτος αφαιρετικός στοχασμός –το φιλοσοφείν– με μιαν ανεπανάληπτα συνδυαστική αίσθηση της πραγματικότητας. Εδώ θα θεμελιωθεί το στοίχημα του Λόγου ως έκφρασης της ανεξάρτητης ελεύθερης διανόησης, με την οποία ο κόσμος, η ίδια η πραγματικότητα καθίσταται αντικείμενο εντελεχούς διερεύνησης μέσ’ από μιαν αεικίνητη διαλεκτική «πολλαπλών λόγων». Που θα διασχίζει έκτοτε τους αιώνες και θα τροφοδοτεί αδιάλειπτα την ευρωπαϊκή φιλοσοφική νόηση μέχρι σήμερα.

Το προγεννητικό, ωστόσο, του φιλοσοφικού στοχασμού, ερώτημα, που πρό-κειται της ίδιας της διανοητικής δραστηριότητας του φιλοσοφείν, διατυπώνεται ήδη με σαφήνεια από τις απαρχές: Τι κινητοποίησε την ανθρώπινη διάνοια ώστε να μεταβεί, από τον μύθο και τις θρησκευτικές αναπαραστάσεις του κόσμου, στην έννοια της αναζήτησης των φυσικών αιτίων δημιουργίας του; Πώς η αρχαϊκή προκατάληψη θα μετατραπεί σε θαυμαστή απροκατάληπτη θεώρηση της πραγματικότητας, στη διατύπωση ερωτημάτων και διερωτήσεων σχετικά με τις συνειδητοποιούμενες σε βάθος έννοιες και τον αφαιρετικό διαλογισμό; Ποια ψυχική και συναισθηματική προδιάθεση θα συντελέσει ώστε να παραχθεί, μια για πάντα, αυτό που η αρχαία Ελλάδα κατέκτησε ως σοφία και η αρχαία Ρώμη το οικειοποιήθηκε ως sapientia; (Πέρα από των ανθρωπολόγων την εξέταση, θα μπορούσε η φιλολογία και η φιλοσοφία να ισχυριστούν ότι το αρχέτυπο του Homo Sapiens γεννιέται την εποχή της απίστευτης διανοητικής ωριμότητας της ελληνικής κλασικής περιόδου.)

Στα παραπάνω ερωτήματα ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης έδωσαν την απάντησή τους, η οποία αποτελεί μέχρι σήμερα την αμετακίνητη αιτιακή σύνδεση του φιλοσοφείν με τη θυμική αφετηρία του θαυμάζειν. Στον Θεαίτητο του Πλάτωνα (155d) διατυπώνεται με σαφήνεια, για πρώτη φορά, η αρχή της φιλοσοφίας και συγκεκριμένα η σχέση ανάμεσα στο θαυμάζειν και το φιλοσοφείν: «μάλα γαρ φιλοσόφου τούτο το πάθος το θαυμάζειν, ου γαρ άλλη αρχή φιλοσοφίας ή αύτη». Στο έργο του Αριστοτέλη Μετά τα φυσικά τίθεται ευκρινέστερα το ζήτημα καταγωγής της φιλοσοφίας από τον «θαυμασμό»: «Δια γαρ το θαυμάζειν οι άνθρωποι και νυν και το πρώτον ήρξαντο φιλοσοφείν…» (Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, Α 982b12).

{jb_quote} Μια σοβαρή εννοιολογική μελέτη, άξια μιας στοχαστικής και αναστοχαστικής διαλεκτικής πάνω στην ανεξάντλητη πηγή της αρχαίας ελληνικής σκέψης. {/jb_quote}

Έτσι, η έννοια του «θαυμάζειν» ως αρχή του φιλοσοφείν θα διατρέξει όλη τη δυτική φιλοσοφική σκέψη και θα «κομίζει ένα νόημα σχετικά με την ουσία της φιλοσοφίας εν γένει» (σ. 17), σημειώνει στον «θαυμάσιο», περιεκτικό πρόλογο του βιβλίου του ο Σπύρος Ράγκος. Στη φιλοσοφία όμως –όπως και στην ίδια τη γλώσσα– τίποτε δεν είναι σταθερό και αμετάβλητο, καθώς τα πάντα διαπερνά αφενός ο χρόνος και αφετέρου ο ανθρώπινος νους, που βρίσκεται αδιαλείπτως εν κινήσει. Οπότε, η έννοια του θαυμάζειν και οι τροπικότητές της, σε συνάρτηση με το «γεγονός» της φιλοσοφίας, υποτάσσονται στην εννοιολογική μεταβλητότητα, που παρακολουθούμε από την κλασική εποχή μέχρι την ύστερη νεωτερικότητα και τον 21ο αιώνα. Στην κλασική εκδοχή του ο όρος εννοείται ως πάθος, διέγερση συναισθηματική και διανοητική, που οδηγεί στην επιθυμία του ανθρώπου για γνώση και ανακάλυψη της αλήθειας. Στην πρώιμη νεωτερικότητα αυτό το ίδιο το θαυμάζειν θα οδηγήσει στην ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης και στο άνοιγμα των ορίων του κόσμου. Στη συνέχεια και μέσω των Kierkegaard, Freud, Bergson, Wittgenstein κ.ά. ο «θαυμασμός», με τη σημασία του απορείν και της έκπληξης, θα προσδέσει τη φιλοσοφία σε μια γνωσιοθεωρητική και ηθική προβληματική.

Ποια είναι ωστόσο η συμβολή του συγγραφέα σ’ αυτή την ιστορική διαδρομή της καταγωγικής προέλευσης του φιλοσοφείν από το θαυμάζειν; Όπως στην επιστήμη, έτσι και στην προαγωγή της φιλοσοφικής σκέψης, όχι σπάνια το τυχαίο παράγει γεγονότα. Μια τέτοια αφόρμηση για τον συγγραφέα υπήρξε η ακαδημαϊκή, για λίγους μήνες, παραμονή του στο γνωστό για τη μελέτη του ινδουισμού Banaras Hindu University των Ινδιών (φθινόπωρο του 2008)· και συγκεκριμένα μια ερώτηση –αφελής φαινομενικά– του Προέδρου του Τμήματος, καθηγητή A. Rai: «Ποια είναι στην παράδοσή σας η αρχή της φιλοσοφίας;» Για να απαντήσει ο Έλληνας καθηγητής, επικαλούμενος τον Πλάτωνα και Αριστοτέλη: «Η φιλοσοφία ξεκινά με τον θαυμασμό». «Στη δική μας παράδοση», ανταπαντά ο Ινδός καθηγητής, «η φιλοσοφία ξεκινά με τη δυστυχία…» (σ. 11-12).

Αυτή η επιγραμματική περίπου συνομιλία υπήρξε το πρώτο ισχυρό κέντρισμα για τη συνειδητοποίηση της διαφορετικότητας των φιλοσοφικών παραδόσεων και ένας ισχυρός κλονισμός των βεβαιοτήτων περί της αρχής του φιλοσοφείν. Στροφή της σκέψης προς τους προσωκρατικούς –ακόμα και προς τους αρχαίους μύθους–, προσπάθεια ανίχνευσης της έννοιας του πόνου στα σπαράγματα του έργου τους, μετακινούν τον Έλληνα στοχαστή Σπύρο Ράγκο στην προβληματική μιας σύγκλισης της «ποιητικής» της φιλοσοφίας, όπου θαυμασμός και οδύνη μπορεί με μιαν αναλογική λογική είτε να λειτουργούν διαδοχικά ή και ταυτόχρονα (σ. 16). Αυτό το πραγματικό brain storming ιδεών, προβληματισμών, συγκρίσεων, ερμηνειών θα τον οδηγήσουν σε μιαν εντατική διανοητική δραστηριότητα γύρω από την κεντρική και πολύσημη έννοια του θαυμάζειν και των μεταμορφώσεών του, που μπορούν να περιλάβουν –να συνθέσουν– τα φαινομενικώς ανοίκεια ή και αντίθετα.

Μέσα στις 21 ενότητες του βιβλίου του, ο συγγραφέας, με μιαν ορθολογική αυστηρότητα όσο και με αντίστοιχη φαντασιακή πρόσληψη και ερμηνεία των πηγών-κειμένων, ξαναστήνει, διευρυμένη και από άλλη βάση, τη δική του récit περί θαυμασμού και φιλοσοφίας. Τη συνέπεια της επαγωγικής του συλλογιστικής και τον πλούτο των εννοιολογήσεων των πλατωνικών κειμένων μπορώ να πω ότι είχα, πριν από χρόνια, χαρεί στο φιλοσοφικό έργο ενός εκ των εγκυροτέρων μελετητών του Σωκράτη, καθηγητή Γεράσιμου Σάντα, με τίτλο: Socrates, Philosophy in Plato’s Early Dialogues (Σωκράτης, Φιλοσοφία στους πρώιμους διαλόγους του Πλάτωνα, μτφρ. Δάφνη Βούβαλη, επιμ. Αντώνης Χατζησταύρου, Ελληνικά Γράμματα, 1997).

Βασικός καμβάς αυτής της διερευνητικής περιπέτειας του εννοιολογικού τρίπτυχου θαυμάζειν, απορείν, φιλοσοφείν, που θα φιλοξενήσει στο βιβλίο του ο Σπύρος Ράγκος, την ανιούσα πορεία της ερμηνευτικής πρότασης για την ιστορική παρακολούθηση των εννοιών, θα είναι η πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία, σε συνεχείς μεταξύ τους, όπως και με την προσωκρατική και τη μεταγενέστερη σκέψη, αλλά και τους ιστορικούς –Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα– και τον Όμηρο και τη μυθολογία ακόμα, συγκρητισμούς ή αποκλίσεις (σ. 178-195).

{jb_quote} Ανακινεί θεμελιώδη σύγχρονα ζητήματα και προτρέπει προς μιαν ατομική και συλλογική φιλοσοφική διεργασία αναζήτησης και «θεραπείας» του αφιλοσόφητου κόσμου μας. {/jb_quote}

Στην αναλυτική πορεία της σκέψης του ο συγγραφέας, παρακολουθώντας –και– ιστορικά μέσα στα ίδια τα κείμενα που ανασκάπτει, τις βασικές έννοιες –αναβαθμούς προς το φιλοσοφείν–, ανακαλύπτει και ερμηνεύει τη θυμική κατάσταση του θαυμασμού ως αρχή αλλά και τέλος του φιλοσοφείν (στον Πλάτωνα). Άλλωστε, το θεατρικά σκηνοθετημένο περιβάλλον των πλατωνικών διαλόγων και η ένταση της κίνησης των ιδεών, που διαρκώς διευρύνονται ή μετατοπίζονται προς μια φυγόκεντρη κατεύθυνση, δεν προσφέρουν οριστικές και απόλυτες απαντήσεις. Ενώ ο Αριστοτέλης από την πλευρά του, αποδίδοντας στο θαυμάζειν τη διαφοροποιημένη σημασία της έκπληξης, του θαυμασμού με τη σημερινή σημασία, θεωρεί ότι κάθε φαινόμενο ανεξήγητο μπορεί και πρέπει να βρει τη λύση του μέσω της φιλοσοφίας. Πρόκειται δηλαδή για μια διανοητική διαδικασία, μέσω της οποίας αποφεύγεται η άγνοια και θεμελιώνεται η γνώση. Σύμφωνα με την αριστοτελική ταξινομία των επιστημών (θεωρητικές, πρακτικές, δημιουργικές), ο φιλόσοφος ταυτίζοντας τη φιλοσοφία με τη θεωρητική έρευνα (θεωρίαν) καταλήγει στην άποψη ότι η ιστορική έναρξη της φιλοσοφίας διακρίνεται για το γνήσιο ενδιαφέρον προς την αλήθεια καθεαυτήν. Η φιλοσοφία είναι επομένως η μόνη «ελεύθερη δραστηριότητα, καθώς δεν αποσκοπεί σε τίποτε απολύτως, εκτός του εαυτού της». και εκείνος που την ασκεί έχει μιαν ηθική αυτάρκεια ώστε να κατανοεί και να εφαρμόζει την ηθική αρετή (σ. 121-122).

Φυσικά, ο συγγραφέας δεν κλείνει κανένα ζήτημα αβασάνιστα. Εξακολουθεί, ερευνώντας μέσα στις αλληλοδιάδοχες εποχές της φιλοσοφικής-επιστημονικής σκέψης, να αναζητά την εξελικτική γραμμή των εννοιών θαυμάζειν-απορείν-φιλοσοφείν, η οποία ωστόσο δεν απομακρύνεται από την αρχική αντίληψη για την ψυχολογική απαρχή της φιλοσοφίας. Απλώς, συνδιαλεγόμενος με τα κείμενα, παρακολουθεί και στοχάζεται πάνω στις μεταβαλλόμενες προσαρμογές της έννοιας και τη σχέση της με την αρχή –ή– και το τέλος του φιλοσοφείν. Έτσι, θα οδηγηθεί μέχρι την υπαρξιακή διάσταση της αφόρμησης του φιλοσοφείν, την έννοια του πόνου, που εκπηγάζει από τον φόβο του άγνωστου μέλλοντος, την ανασφάλεια, τη δυστυχία, την πενία… και συνοδεύει όλες τις επώδυνες τροπές της ανθρώπινης ζωής (σ. 280). Σ’ αυτή τη θεώρηση, μέσω του Ξενοκράτη (για 25 χρόνια διευθυντή της Αρχαίας Ακαδημίας), και μέχρι τους νεότερους Σκεπτικούς (Σέξτος ο Εμπειρικός – 150 μ.Χ.), το φιλοσοφείν απομακρύνεται από τον θεωρητικό του χαρακτήρα και παίρνει χαρακτήρα πραξιακό: τι να πράξω, ώστε να αποφύγω τη δυστυχία και τον πόνο (σ. 279-293).

Ο καθηγητής Σπύρος Ράγκος αναμφίβολα εκπόνησε ένα ακαδημαϊκό έργο, μια σοβαρή εννοιολογική μελέτη, άξια μιας στοχαστικής και αναστοχαστικής διαλεκτικής πάνω στην ανεξάντλητη πηγή της αρχαίας ελληνικής σκέψης, με κεντρικό εννοιολογικό προβληματισμό του τη σχέση του θαυμάζειν και απορείν ως θυμικού κινήτρου του φιλοσοφείν: a priori δεδομένου, που κρίνεται ως μια προνομιακή εγγενής ανθρωπολογική δυνατότητα συλλειτουργίας διάνοιας και θυμικού. Στοιχεία του ακαδημαϊκού χαρακτήρα του έξοχου στη δομή και στην ανέλιξή του βιβλίου μπορούν να θεωρηθούν η βαθιά γνώση του αντικειμένου της κλασικής και μετακλασικής περιόδου της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, η εποπτεία της ιστορικής εξέλιξης της φιλοσοφίας, η «θαυμασία» κριτική των πηγών, η παραγωγή διαλεκτικής κίνησης, προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ της φιλοσοφικής δραστηριότητας του νου. Αυτές οι σημαντικές συνεισφορές, μαζί με τη διαύγεια και τη σαφήνεια σκέψης και έκφρασης, αναδεικνύουν τη δεξιότητα του συγγραφέα να απαμβλύνει το άχθος του στοχαστικού-φιλοσοφικού λόγου με την επένδυση της προσωπικής «θυμικής» του ιδιολέκτου (στοιχείο που μας συνδέει με τη λογοτεχνική γλώσσα και έκφραση), στη διάρκεια της γοητευτικής, γι’ αυτόν τον λόγο, διανοητικής του περιπέτειας.

Στο τέλος αυτής της περιπέτειας, θα επιστρατεύσει τη σοφία και τη φρόνηση που ο ίδιος –όπως και κάθε συγγραφέας– έχει δεχτεί ως προσωπικό κέρδος της δημιουργικής του συγκομιδής, για να αποκαταστήσει τη «χρησιμότητα του άχρηστου» –για να θυμηθούμε τον Νούτσιο Όρντινε– και να μας δείξει τη διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφική ενατένιση και την τεχνολογική εφεύρεση: όπου η πρώτη είναι μια στάση σεβασμού και δέους απέναντι στη «φύση», η δεύτερη μια στάση χειραγώγησης και ελέγχου.

Οδοιπορώντας πάνω σ’ αυτόν τον διερευνητικό, νηφάλιο δρόμο, ο συγγραφέας ανακινεί θεμελιώδη σύγχρονα ζητήματα και προτρέπει προς μιαν ατομική και συλλογική φιλοσοφική διεργασία αναζήτησης και «θεραπείας» του αφιλοσόφητου κόσμου μας. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για τη διακριτική ενθάρρυνση να μη φοβόμαστε τη σκέψη.

Θαυμάζειν – Απορείν – Φιλοσοφείν
Η αρχή της φιλοσοφίας και η φιλοσοφία ως αρχή στην κλασική εποχή
Σπύρος Ι. Ράγκος
επιμέλεια: Παναγιώτης Σουλτάνης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
σ. 384
ISBN: 978-618-230-004-6
Τιμή: 20,00€

Keywords
Τυχαία Θέματα