Χριστίνα Λιναρδάκη: «ΣΚΠ»

00:56 5/3/2024 - Πηγή: Diastixo

Το τι μας βρίσκει δεν είναι κάτι που επιλέγουμε.
Είναι κάτι που μας βρίσκει και το υπομένουμε στωικά.

Η παραπάνω φράση είναι το μότο της ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Λιναρδάκη με τον τίτλο που ως ακρωνύμιο δεν μας λέει και πολλά, υπαινίσσεται όμως κάτι κακό που ακολουθεί μέχρι να φτάσουμε στη σημείωση, στο κάτω μέρος της σελίδας, και να προσγειωθούμε ανώμαλα με πολλές αναταράξεις: ΣΚΠ ήτοι Σκλήρυνση Κατά Πλάκας.

Εδώ μπορούμε να επικαλεστούμε και πάλι τους αρχαίους μας και δη τον Ευριπίδη, που πολλές φορές το έχει πει, και όχι μόνο μία, ότι οι θεοί πολλά δεν μας δίνουν από εκείνα που περιμένουμε και πολλά μάς δίνουν από εκείνα που δεν θέλουμε.

Οι ενότητες της συλλογής είναι δύο: «Ουλές», με είκοσι ποιήματα, και «Πληγές» με δεκαπέντε. Συνολικά τριάντα πέντε ποιήματα που γίνονται οι φορείς των παθημάτων της ποιήτριας, τα σκαλοπάτια που ανεβαίνει ένα ένα προς τον Γολγοθά της:

Σε κάποιο πάρτι ή άλλη μάζωξη/ το πρόσεξε ο Παναγιώτης
το ένα μάτι ήταν πιο κλειστό/ το βλέφαρο πεσμένο
Ο οφθαλμίατρος με παρέπεμψε στον νευρολόγο
κι ο νευρολόγος με κοίταξε ανήσυχος

Έτσι άρχισαν όλα
(Πτώση βλεφάρου)

Κι επειδή, όπως λέει ο λαός, «ενός κακού μύρια έπονται», η αρχή του κακού είχε ήδη γίνει κι επειδή «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν και ήρθε η ολοκλήρωση… Ένα ένα σκαλοπάτι, μία μία απώλεια. Τη μια φορά δεν δουλεύει το πόδι, την άλλη δεν αντιδρά το σώμα από το στήθος και κάτω. Μετά η εξέταση στον μαγνητικό τομογράφο και λίγες μέρες μετά η γνωμάτευση: «απομυελινωτικές εστίες».

Ο νους μου άδειασε/ η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί/
στις περιστρεφόμενες πόρτες του Maditerranean

Κι έπειτα, σιγά σιγά, το βλέμμα στρέφεται σε άλλους ασθενείς. Ένας νεαρός δεκαέξι ετών που δεν μπορεί να περπατήσει, μια ασθενής που χάνει σταδιακά την όρασή της. Η ίδια με τις «απομυελινωτικές εστίες» που μοιάζουν σαν «λευκοί νάνοι», σαν «δυσοίωνα άστρα», που δεν προλαβαίνει να φτάσει σε WC. Και μετά τα φάρμακα, η ρομαντική γιατρός που ελπίζει και η ίδια η πάσχουσα ελπίζει και ας χειροτερεύει κάθε μέρα… Μόνο οι ανίδεοι και χορτάτοι δεν καταλαβαίνουν και μόνο όποιοι έχουν γραπωθεί από μια σοβαρή ασθένεια ξέρουν ποιο είναι το πρόβλημα και πώς νιώθουν και πώς χειρίζονται την κατάσταση.

{jb_quote} Από το κατάστρωμα του πλοίου βλέπει την άβυσσο, όπου το «αδιαπέραστο μαύρο» κυριαρχεί με ό,τι αυτό υπαινίσσεται, εκείνη όμως δεν τρομάζει, επιμένει να κοιτάζει στο βάθος «ένα φως αδύναμο». {/jb_quote}

Στη δεύτερη ενότητα αναδύεται το άγνωστο παρελθόν. Η πάσχουσα είναι μικρό παιδί και χρόνο το χρόνο αισθάνεται το κακό που πλήττει τους αγαπημένους της. Η μητέρα με τον καρκίνο της, τον θάνατό της και το οικογενειακό πένθος. Η δική της σωματική αδυναμία και δυσκολία με το συνεπακόλουθο μπούλινγκ, όπως το αποκαλούμε σήμερα, από την οικογένεια, αν και σαν μαθήτρια αρίστευε. Η επιληπτική γιαγιά, ο ασθματικός παππούς, ο αγαπημένος που ήρθε μετά και αποδείχτηκε κατώτερος των προσδοκιών. Τα χρόνια πέρασαν, η παθούσα έκανε τα πάθη της ποιήματα και αυτό είναι το μόνο καλό που προσέφερε στον εαυτό της. Όπως λέει η ίδια στο ποίημα «Εγώ»:

Με όλα
όσα έχω περάσει
θα έλεγε κανείς
πως θα φερόμουν καλά
στον εαυτό μου
θα τον πρόσεχα
και θα τον φρόντιζα

Μα εγώ βλέπω πως
τον σπρώχνω στα άκρα
του στερώ ξεκούραση και ύπνο
τον καταδικάζω σε μοναξιά
τον γεμίζω θλίψη
Δεν τον ευχαρίστησα ποτέ
γι’ αυτό που έγινα και είμαι

Κι έτσι με κοιτάζει πάντα βουρκωμένος
και βουβός
ένα μικρό παιδί
ορφανεμένο

Η ποιήτρια έβαλε τον εαυτό της απέναντι. Αποστασιοποιήθηκε για να αντέξει τα δεινά της. Δεν το έβαλε κάτω ποτέ, δεν μεμψιμοίρησε –είναι γενναίο κορίτσι–, σπούδασε αγγλική φιλολογία, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη μετάφραση και την επικοινωνία, πάλεψε και παλεύει, γράφει, δημοσιεύει, μεταφράζει, δουλεύει, διατηρεί την αρχισυνταξία σε ψηφιακό λογοτεχνικό περιοδικό, αρθρογραφεί και έχει διαγνωστεί από το 2009 με ΣΚΠ.

Όλα στη ζωή της είναι σαν τα μαύρα και τα άσπρα τετραγωνάκια στο σκάκι. Την επέλεξαν τα μαύρα. Από το κατάστρωμα του πλοίου βλέπει την άβυσσο, όπου το «αδιαπέραστο μαύρο» κυριαρχεί με ό,τι αυτό υπαινίσσεται, εκείνη όμως δεν τρομάζει, επιμένει να κοιτάζει στο βάθος «ένα φως αδύναμο».

«Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο», λέει ο Διονύσιος Σολωμός. Και ο Οδυσσέας Ελύτης έβλεπε «σε μέγα βάθος» ήλιο νέο, αγίνωτο ακόμη, που «αρχινούσε με κόπο να χαράζεται», που «αποχρησμοδοτούσε το έρεβος», γιατί πίσω από κάθε μαυρίλα υπάρχει το φως. Πίσω από κάθε αναποδιά μια ευχή, «Έχει ο Θεός», και ο Θεός στην περίπτωση της Χριστίνας Λιναρδάκη είναι ο αδάμαστος χαρακτήρας της, που όσο κι αν το σώμα αδυνατεί εκείνος τη στυλώνει όρθια στα πόδια της, στα γραπτά της και στη ζωή της. Η Χριστίνα Λιναρδάκη είναι η ίδια το φως της ζωής. Μέσα από τα πάθη της γιγαντώνεται. Λέει Ναι στη ζωή, καταφάσκει νιτσεϊκά στο θετικό, όσο κι αν ο περίγυρος είναι αντίξοος. Ορθώνει το ανάστημα, απελπίζει την απελπισιά και σαν τον Ανδρέα Κάλβο ψάλλει αγέρωχα:

Δεν με θαμβόνει πάθος
κανένα· εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
[…]

Η λύρα της Χριστίνας Λιναρδάκη παίζει καλά τους στίχους και αποτρέπει το κακό. Έχει δίκιο η ρομαντική νευρολόγος της, που επιμένει να πιστεύει στο όραμα της επιστήμης που σώζει. Η αφιέρωση στη σελίδα 27 «Στην Ε. Ευαγγελοπούλου» μας επιτρέπει να τη συνδέσουμε με έναν ιατρικό ευαγγελισμό και να ελπίζουμε για τη Χριστίνα και για κάθε πάσχοντα που βλέπει στο πρόσωπό της την ελπίδα να λάμπει…

ΣΚΠ
Χριστίνα Λιναρδάκη
Ενάντια
62 σελ.
ISBN 978-618-86073-7-8
Τιμή €10,00

Keywords
Τυχαία Θέματα