Μαριαλένα Σεμιτέκολου: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

H Μαριαλένα Σεμιτέκολου γεννήθηκε το 1973 και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, από όπου απέκτησε το διδακτορικό της δίπλωμα. Έχει διδάξει μαθήματα Ψυχολογίας και Ποιοτικής Μεθοδολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, έχει δουλέψει

ως συντονίστρια ομάδων και ως ψυχολόγος-ερευνήτρια σε προγράμματα που αφορούν την ενδυνάμωση κοινωνικά ευπαθών ομάδων. Το πρώτο της βιβλίο, Οι Κυριακές, το καλοκαίρι (Ίκαρος, 2018), ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Διηγήµατος-Νουβέλας (2019), το Βραβείο Μένη Κουµανταρέα (2019) της Εταιρείας Συγγραφέων και το Βραβείο Πρωτοεµφανιζόµενου Πεζογράφου (2019) του περιοδικού Αναγνώστης. Το δεύτερό της μυθιστόρημα, Ακουαρέλα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ίκαρος, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

{loadmodule mod_adsence-inarticle-makri} {loadposition adsence-inarticle-makri}

Ακουαρέλα, ο τίτλος του πρόσφατου μυθιστορήματός σας. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;

Η Ακουαρέλα, χωρισμένη σε τρία κεφάλαια, ακολουθεί τις φωνές των τριών προσώπων μιας οικογένειας, ενός άντρα, μιας γυναίκας κι ενός μικρού αγοριού, κατά τη διάρκεια λίγων ωρών μιας ανεμώδους Παρασκευής και ενόψει ενός οικογενειακού δείπνου. Η δράση των ηρώων λαμβάνει χώρα κυρίως εσωτερικά. Ο αναγνώστης καλείται να ακολουθήσει τη νοητική και συναισθηματική διαδρομή που διανύουν οι τρεις τους, αντλώντας από την καθημερινή τους ρουτίνα, τις εικόνες του σπιτιού τους και του έξω κόσμου και κυρίως από τις μνήμες τους. Οι τρεις αφηγήσεις των ηρώων του βιβλίου συνομιλούν μεταξύ τους δίχως απαραίτητα να το γνωρίζουν, συνδέονται υπογείως και αλληλοσυμπληρώνονται, παρόλο που καθεμία τους φτιάχνει ένα μοναδικό μονοπάτι για τους ίδιους και για τον αναγνώστη.

Τρία πρόσωπα της ίδιας οικογένειας, λοιπόν, με ανάλογη αλλά και διαφορετική θεώρηση ίδιων καταστάσεων. Πόσο η διαφορετική αυτή στάση αποτελεί τροχοπέδη, αλλά και πόσο απαραίτητη είναι για την κατανόηση του έτερου;

Καταρχήν, η διαφορετικότητα στην οποία αναφέρεστε είναι αναπόφευκτη. Ευτυχώς, θα πρόσθετα. Και είναι απαραίτητη για την κατανόηση του έτερου. Η ετερότητα δεν κατοικεί αποκλειστικά έξω από εμάς, αλλά και εντός μας. Είμαστε όντα πολυφωνικά και φλύαρα. Έχει νόημα να ακούμε τις δικές μας φωνές και τις φωνές των άλλων, τις μεγαλόφωνες και τις χαμηλόφωνες, να αποδίδουμε σε καθεμιά από αυτές την αξία της και τον χρόνο που δικαιούται, να αναγνωρίζουμε κάθε φορά την ανάγκη που εκφράζει. Δεν είναι εύκολο. Η πολυφωνία είναι συχνά βασανιστική, μπορεί να διαιωνίζει μια κατάσταση χάους στην οποία να νιώθουμε αβοήθητοι και ανήμποροι. Η μονοφωνία, από την άλλη, είναι τυρρανική, γεννάει αποκλεισμούς, παράγει κλειστά συστήματα που –στο όνομα της τάξης και της ασφάλειας που ονειρεύονται– ασφυκτιούν και προετοιμάζουν τα ίδια τον αφανισμό τους.

Η Ακουαρέλα είναι το δεύτερο βιβλίο σας, ενώ το πρώτο, Οι Κυριακές, το καλοκαίρι ήταν υποψήφιο για τρία βραβεία. Ήταν η θερμή υποδοχή του προτροπή για να συνεχίσετε να γράφετε;

Η θερμή υποδοχή του πρώτου μου βιβλίου ήταν βαθιά ενθαρρυντική και εμψυχωτική. Δεν είμαι σίγουρη ότι αποτέλεσε και την προτροπή για να συνεχίσω να γράφω. Ξεκίνησα να γράφω την Ακουαρέλα προτού βεβαιωθώ ότι Οι Κυριακές, το καλοκαίρι θα εκδοθούν. Θέλω να πω με αυτό πως έχω την αίσθηση ότι γράφει κανείς από ανάγκη. Κι επειδή ίσως έχει την τύχη να ακούει μια ιδέα να του ψιθυρίζει στο αυτί. Κι όλο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι μοναχικό και να κινητοποιείται από εσωτερική προτροπή. Όταν βάλει την τελεία στο γραπτό του, τότε ναι. Τότε είναι η στιγμή να ακούσει τις εξωτερικές προτροπές, τα σχόλια της υποδοχής, την προσωπική του φιλοδοξία.

Ποια ήταν η αφορμή για να μπείτε στον συγγραφικό χώρο;

Οι Κυριακές, το καλοκαίρι είχαν μείνει μισοτελειωμένες στο «συρτάρι» για πολύ καιρό. Χρειάστηκε πολλή προσωπική δουλειά για να τις ξαναπιάσω και να αποφασίσω να βάλω μια τελεία, αλλά κυρίως για να εκτεθώ, δείχνοντάς τες αρχικά σε καλούς φίλους που με ενθάρρυναν δυναμικά να ονειρευτώ την έκδοσή τους. Ποτέ δεν το θεώρησα δεδομένο. Και νιώθω ιδιαίτερα τυχερή που με εμπιστεύτηκαν οι Εκδόσεις Ίκαρος.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;

Να ακούει και να κοιτάζει. Μέσα και έξω. Να παραμένει αναγνώστης. Να αντιστέκεται στον εγωκεντρισμό του, περιορίζοντάς τον και αξιοποιώντας τον τις ώρες της μοναχικής του ενασχόλησης με το κείμενο. Να μη χαρίζεται στις λέξεις. Να τολμά την έκθεση και να σέβεται το γραπτό του. Να είναι υπομονετικός για όσο χρειαστεί μέχρι να ακούσει την ιδέα για κάποιο επόμενο γραπτό και ήσυχος τόσο όσο για να μπορέσει να την αφουγκραστεί.

{jb_quote}Η ετερότητα δεν κατοικεί αποκλειστικά έξω από εμάς, αλλά και εντός μας. Είμαστε όντα πολυφωνικά και φλύαρα.{/jb_quote}

Ποιοι είναι οι δικοί σας αγαπημένοι λογοτέχνες;

Θα προτιμήσω να σας αναφέρω κάποια από τα βιβλία που έχουν αφήσει ιδιαίτερο αποτύπωμα πάνω μου: Υπόγειος κόσμος του Ντον Ντελίλο, Περί τυφλότητας του Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί ηρώων και τάφων του Ερνέστο Σάμπατο, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Η τύφλωση του Ελίας Κανέτι, Ο μετρ και η Μαργαρίτα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο φύλακας στη σίκαλη του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Θα μείνω σε αυτά, αν και γνωρίζω ότι αφήνω απέξω πολλά ακόμα βιβλία που με συγκίνησαν βαθιά.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;

Είναι δύο αυτά που ξεχώρισα και απόλαυσα απερίσπαστα. Τα Άδεια σπίτια της Μπρέντα Ναβάρο από τις Εκδόσεις Carnivora σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη και το Ένας άνθρωπος που κοιμάται του Ζορζ Περέκ από τις Εκδόσεις Ύψιλον σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;

Την αξία της κάθε «μικρής» ζωής που επιμένει να υπάρχει, που συνεχίζει να ανασαίνει παρά την επίγνωση του πεπερασμένου της –ίσως και εξαιτίας της– και που παλεύει με τη θνητότητά της.

Ήταν η περίοδος της πανδημίας γόνιμη αναγνωστικά και συγγραφικά;

Διστάζω να χαρακτηρίσω μια περίοδο πανδημίας γόνιμη, πολύ περισσότερο αν σκεφτώ ότι αυτή η περίοδος όχι μόνο δεν έχει λήξει, αλλά ακολουθείται στις μέρες που ζούμε από μια βίαιη κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο, της οποίας οι συνέπειες θα είναι ίσως ανυπολόγιστες. Θα μπορούσε να κριθεί γόνιμη αν αποτελούσε το σημείο έναρξης για αλλαγές τέτοιες που θα απέδιδαν στον ανθρωπο και στη φύση που τον περιβάλλει τον σεβασμό στην αξία της ζωής και της δημιουργίας. Δε νιώθω αισιόδοξη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας δε διάβασα περισσότερο. Η ανάγνωση ωστόσο μου έδινε την αίσθηση μιας «κανονικότητας». Επίσης, δεν έγραψα περισσότερο. Ήμουν όμως τυχερή που είχα ήδη ξεκινήσει να γράφω την Ακουαρέλα. Υπήρξαν στιγμές που το να γράφω μου έδινε την αίσθηση ενός ασφαλούς σκοπού. Ήταν κάτι που μπορούσα να ορίσω. Μια μορφή αυτοδιάθεσης. Άλλες φορές, πάλι, έγραφα περιμένοντας τις ειδήσεις μιας αβέβαιης πραγματικότητας ή τα σκοτεινά νέα από τον θάλαμο μιας μονάδας εντατικής θεραπείας. Τότε ήταν μια μορφή απόδρασης. Ένα χειροποίητο αλώβητο καταφύγιο.

Θέλετε να μας πείτε για τα επόμενα σχέδιά σας;

Απαντώ στην ερώτησή σας ενώ «εκεί έξω» μαίνεται ένας πόλεμος. Και συνειδητοποιώ πως κάθε μορφή αυτοαναφορικότητας αυτές τις ημέρες μοιάζει ευτελής, ανίδεη, ίσως και κωμική. Τι σχέδια μπορεί να κάνει κανείς σε μια εποχή τόσο ρευστή, τόσο εύθραυστη, τόσο αβέβαιη; Προτιμώ να σας μιλήσω για επιθυμίες. Θα ήθελα να μεγαλώνω υγιής και πλαισιωμένη από ανθρώπους. Θα ήθελα να μεγαλώνω τις κόρες μου με διαύγεια και ευαισθησία και να τις βοηθώ να υπηρετούν τη ζωή τους –κοινωνική και προσωπική– πλαισιωμένες από αγάπη και τόλμη. Θα ήθελα επίσης να καλωσορίζω τη χαρά, να μην την παραδίδω με ευκολία στα σκοτάδια, να μάθω να την επιστρατεύω κάθε φορά που το τιμόνι είναι στα χέρια του κυνισμού, της οκνηρίας, της απελπισίας.

Ακουαρέλα
Μαριαλένα Σεμιτέκολου
Ίκαρος
208 σελ.
ISBN 978-960-572-455-9
Τιμή €13,30

Keywords
Τυχαία Θέματα