Βίκυ Χασάνδρα: «Μαύρη άσφαλτος»

Με το νέο της βιβλίο, η Βίκυ Χασάνδρα δημιουργεί εντυπώσεις και συναισθήματα μέσα από τη διαρκή περιπλάνηση του ιδιωτικού ερευνητή, Άλεξ, αποτυπώνοντας μια μυστηριακή ατμόσφαιρα στην κάποτε πόλη του φωτός, Αθήνα. Το μυθιστόρημα είναι ένα νυχτερινό οδοιπορικό σε δρόμους και σοκάκια του κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας, με τη σκοτεινή άσφαλτο σε πρώτο πλάνο και σκιές μιας πόλης με μνήμες που δεν οδηγούν πουθενά, παραπέμποντας στο αδιέξοδο του κεντρικού χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαία η σύνδεση της Αθήνας

με την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, από όπου ξεκινά μια παλιότερη ιστορία που στοιχειώνει τον Άλεξ.

Τρία είναι τα πρόσωπα που εμφανίζονται κυριαρχικά στο μυθιστόρημα και επισκιάζουν κάθε άλλον χαρακτήρα, λες και η πόλη ολόκληρη δεν χωρά παρά μόνο εκείνους – και αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του βιβλίου, η εστίαση του φακού δίνει την ένταση: Ο ιδιωτικός ερευνητής, Άλεξ, ο παιδικός φίλος του και επίσης ντετέκτιβ, Τζόνυ, και ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους, η όμορφη Εύη, τρεις αντιήρωες που κινούνται μεταξύ ρεαλισμού και ονείρου.

Με αφαιρετικό και λυρικό τρόπο, η συγγραφέας χρησιμοποιεί ένα μυθοπλαστικό μοτίβο, όπου τα θύματα είναι νέες γυναίκες και ο ντετέκτιβ παραπαίει στην αβεβαιότητα τόσο για το σκεπτικό του εγκληματία όσο και για τον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να προλάβει το επόμενο έγκλημα. Το πρόβλημα είναι ότι ο φονιάς προαναγγέλλει την πράξη του, στέλνοντας μηνύματα και φωτογραφίες, που όμως ο Άλεξ αδυνατεί να βρει την προέλευσή τους και τον αποστολέα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ακολουθούμε τα βήματα του ντετέκτιβ με μοναδικό στοιχείο ότι το έγκλημα σχετίζεται κάθε φορά με το ιστορικό κομμάτι της πόλης, σε σημεία όπου έχουν βρεθεί αρχαίοι τάφοι. Οι πόλεις που κουβαλούν Ιστορία, που θάβουν στο πέρασμα του χρόνου ό,τι ομόρφυνε τις ζωές όσων πέρασαν από εκεί, Αθήνα-Αλεξάνδρεια, συνειρμοί από ανθρώπους ζωντανούς που δεν υπάρχουν πια, όπως οι νεαρές γυναίκες που βρίσκει νεκρές ο Άλεξ:

{jb_quote}Εξαιρετική η επινόηση του τίτλου, μια και η λέξη άσφαλτος σημαίνει αλάθευτος, ενώ παράλληλα ήταν το είδος πίσσας που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα ως συνεκτικό υλικό στερέωσης των τειχών. {/jb_quote}

…ήταν ένα πιόνι πάνω στη σκακιέρα της ασφάλτου. Το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει. Ο αντίπαλος είχε μετασχηματιστεί σε κάτι πιο μεγάλο, πιο απόλυτο. Ήταν η πόλη ολόκληρη, του χθες και του σήμερα, του τότε και του τώρα, και έπαιζε με όλα τα πιόνια δικά της. Ο Άλεξ νόμιζε πως είχε πάψει να περπατάει πάνω σε τάφους και σε μνήμες, όμως η αλήθεια ήταν άλλη.

Σημαντικό σημείο της ιστορίας, η άσφαλτος που καλύπτει τους δρόμους της μεγαλούπολης, η άσφαλτος που περπατά ο Άλεξ, καλύπτοντας αποστάσεις και ψάχνοντας το σημείο ενός προαναγγελθέντος θανάτου από τον δολοφόνο. Εξαιρετική η επινόηση του τίτλου, μια και η λέξη άσφαλτος σημαίνει αλάθευτος, ενώ παράλληλα ήταν το είδος πίσσας που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα ως συνεκτικό υλικό στερέωσης των τειχών. Δρόμος χωρίς λάθη, λοιπόν, χωρίς λακκούβες, άσφαλτος που φτιάχτηκε για να μη σφάλλει, να μην καταρρέει, σαν σχήμα οξύμωρο όμως, ο δρόμος της πόλης ευθύς αλλά σκοτεινός, ο εύκολος δρόμος – και εδώ ας θυμηθούμε και το άλλο μονοπάτι από τον περίφημο μύθο του Ηρακλή, που αδυνατούν να ακολουθήσουν οι αντιήρωες.

Μνήμη και διαίσθηση είναι συγκεχυμένα στο μυαλό του Άλεξ, οι δρόμοι τον οδηγούν πάντα στο λάθος σημείο, καθώς οι σκιές που τον κυνηγούν εναλλάσσονται με τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του και με τις άτυχες γυναίκες-θύματα: «Λένε πως οι σκιές δε σβήνουν από τους τοίχους, ούτε από την άσφαλτο. Γίνονται πιο αχνές ή πιο έντονες από το φως που ρίχνουμε εμείς οι ίδιοι πάνω τους, με τη σκέψη μας, με την κρυφή μας επιθυμία». Ατμοσφαιρικός τρόπος γραφής στο μυθιστόρημα αυτό, γεμάτος με νοήματα, υπαρξιακά προβλήματα, λέξεις και αισθήσεις τεταμένες, μια ανοιχτή αντένα καθώς ο αναγνώστης προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τη στάση των καταραμένων ηρώων.

Σε κάποια σημεία όπου κάτι χάνεται μέσα στον χώρο και στον χρόνο, εκεί όπου τα πατήματα του ντετέκτιβ είναι ασταθή, οι αμφιβολίες, οι ομιχλώδεις ανθρώπινες σχέσεις, η φιλία, ο έρωτας, ο Τζόνυ και η Εύη που δρουν παράλληλα με τον Άλεξ, η σχετικότητα της ομορφιάς και το μυστήριο που καλύπτει κάθε κίνηση των προσώπων, δίνουν τη λογική κατάληξη μιας τόσο παράτολμης ιδέας, του να μπορείς να ξεφύγεις από τον ίδιο σου τον εαυτό. Στον νου μας έρχονται ξανά οι καβαφικοί στίχοι, όπως υπονοούνται με κάθε δυνατή εκδοχή τους μέσα στο κλίμα μυστηρίου του βιβλίου: «Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού –μη ελπίζεις– δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες».

Το νέο νουάρ μυθιστόρημα της Βίκυς Χασάνδρα είναι γεμάτο εικόνες από «την γη που χάλασαν» τα πρόσωπα του δράματος, σε μια απελπισμένη αναζήτηση ενός τέλους όπου η άσφαλτος θα δώσει μια διαφορετική απόχρωση, ανάλογα με την αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη. Αν είναι κόκκινη η άσφαλτος, θα είναι βαμμένη με αίμα. Αν είναι μπλε, θα είναι το χρώμα που παίρνει στο ξημέρωμα.

Μαύρη άσφαλτος
Βίκυ Χασάνδρα
Αθήνα
Bell
σ. 336
ISBN: 978-960-620-927-7
Τιμή: 15,50€

Keywords
Τυχαία Θέματα