Η Ελένη Γερουλάνου* θυμάται… τα Χριστούγεννα των παιδικών της χρόνων

Από τα παιδικά μου χρόνια αν με ρωτήσει κανείς ποια ήταν η ωραιότερη ανάμνηση, θα απαντούσα τα Χριστούγεννα στους Τράχωνες. Οι Τράχωνες βρίσκονται στους πρόποδες του Υμηττού. Εκεί ήταν το μεγάλο κτήμα της οικογένειας του πατέρα μου. Κτήμα με στάβλους, με ένα παλιό αρχοντικό και ένα μικρό εκκλησάκι.

Μεγάλα κυπαρίσσια, ελιές, πελώρια πεύκα, φραγκοσυκιές, λεμονιές, χαμομήλια, μαργαρίτες και πολλά φυτώρια

υπήρχαν εκεί. Χρώματα και μυρωδιές αξέχαστες που δεν τις συναντάς πια τόσο κοντά στην Αθήνα. Τις Κυριακές οι γονείς μου, ο αδελφός μου και εγώ τις περνούσαμε στο κτήμα.

Χριστούγεννα στο κτήμα

Τα Χριστούγεννα όμως στο κτήμα ήταν μεγάλη υπόθεση για όλους μας. Εβδομάδες πριν όλο το σπίτι ήταν υπ' ατμόν. Πιάτα με γλυκά, μπισκότα, κεριά στηριγμένα μέσα σε μανταρίνια στόλιζαν κάθε γωνιά του σπιτιού. Οι ετοιμασίες στην κουζίνα άρχιζαν στις αρχές Δεκεμβρίου. Φτιάχναμε χριστουγεννιάτικα κουλουράκια, τα περίφημα γερμανικά «κουχάκια». Απλώναμε τη ζύμη, βοηθούσαμε στο κόψιμο των μπισκότων με τις ειδικές φορμίτσες. Όταν άρχιζε το ψήσιμο, μύριζε όλο το σπίτι, μια γλυκιά, έντονη μυρωδιά κανέλας, μοσχοκάρυδου και κίτρου που τη συνδυάζαμε με τον ερχομό των Χριστουγέννων. Ακόμα και σήμερα συνεχίζω την παράδοση με τα παιδιά μου. Τέσσερις Κυριακές πριν από τις 24 Δεκεμβρίου ερχόταν στο μεγάλο μπουφέ της τραπεζαρίας ένα μεγάλο στεφάνι. Είχε τέσσερις βάσεις για κεριά και ήταν στολισμένο με κλαδιά από έλατο. Κάθε Κυριακή ο παππούς και η νόνα άναβαν ένα κερί που έκαιγε όση ώρα τρώγαμε. Την επόμενη Κυριακή άλλο ένα, συν το πρώτο και ούτω καθεξής. Την τελευταία Κυριακή έκαιγαν και τα τέσσερα.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, πηγαίναμε όλα τα αδέλφια του πατέρα μου με τα παιδιά τους στο κτήμα, στους παππούδες! Τις τελευταίες μέρες το μεγάλο σαλόνι έκλεινε. Μαζευόμασταν όλοι μπροστά στην κλειστή πόρτα του σαλονιού. Το τεράστιο έλατο, που έφτανε μέχρι το ταβάνι, μας περίμενε πίσω από την κλειστή πόρτα. Τα παιδιά, οι γονείς, οι θείοι, η νόνα και το προσωπικό αρχίζαμε να τραγουδάμε τα κάλαντα. Τότε από μέσα ακούγονταν δυο τρεις δυνατοί χτύποι με μια μαγκούρα στο ξύλινο πάτωμα κι ένα καμπανάκι. Μετά απόλυτη ησυχία. Άνοιγε η πόρτα. Ήταν διπλή. Έβλεπες ένα γλυκό φως από μέσα. Συγχρόνως ακουγόταν μια γλυκιά μελωδία. Η μουσική ερχόταν από ένα μικρό ξύλινο κουτάκι που είχε έναν κύλινδρο με καρφάκια. Όταν αυτός γύριζε, τα καρφάκια χτυπούσαν τα δόντια μιας μεταλλικής χτένας και έβγαζαν έναν υπέροχο ήχο.

Πρώτα έμπαινε ο πιο μικρός. Στο βάθος του τεράστιου σαλονιού ήταν το έλατο με άπειρα κεράκια, που το στόλιζαν. Στις άκρες των κλαδιών ήταν κρεμασμένα νεράντζια για να κρατούν τα κλαδιά προς τα κάτω και να είναι το έλατο απόλυτα συμμετρικό! Παντού υπήρχαν μικρά κεράκια μέσα σε μανταρίνια. Στη βάση του δένδρου ο παππούς έβαζε μια χάρτινη φάτνη. Η νόνα μας μάς έπαιρνε από το χέρι και μας πήγαινε στη θέση που ήταν τα δώρα μας. Ο παππούς πρόσεχε να μη γείρει το έλατο ή πέσει κανένα κερί. Η φλόγα των κεριών τρεμόπαιζε. Το θέαμα ήταν μαγευτικό.

Θεωρώ τον εα

Keywords
Τυχαία Θέματα