Πασχάλης Κατσίκας: «Τα κόκκινα πουλιά»

Η ποιητική συλλογή του Πασχάλη Κατσίκα Τα κόκκινα πουλιά διαιρείται και την ίδια στιγμή συνέχεται από τέσσερις ομάδες ποιημάτων. Το πρώτο ποίημα της κάθε υποενότητας, σε διαφορετική γραμματοσειρά εκτύπωσης, μας εισάγει κάθε φορά στην ιδιαίτερη θεματική. Για το ποιητικό υποκείμενο η ζωή είναι «γράμμα ανεπίδοτο» βαλμένο σε μπουκάλι. Ονειρεύεται εκείνο το αραξοβόλι στα παράλια, το χέρι που, επιτέλους, θα απελευθερώσει το μήνυμα και θα ξορκίσει την αρχαία ανάγκη μας για σύνδεση με τον άλλον άνθρωπο. Εραστές, φίλοι, αγαπώμενοι και αγαπώντες, είναι εν δυνάμει αναγνώστες. Και την ίδια στιγμή

οι αναγνώστες αποτελούν δυνητικά μέρος του ποιήματος. Σ’ αυτά τα δέκα ποιήματα, ολιγόστιχα όλα τους και αποφασισμένα να μεταδώσουν την εντύπωση μιας ήρεμης τεχνικής σιγουριάς, ο Πασχάλης Κατσίκας μοιάζει να αρκείται στα λίγα: «Ας είμαι μόνο μια λακκούβα στο μαξιλάρι/ το πρωί σαν ανοίγεις τα μάτια». Στην πραγματικότητα, αυτή η λακκούβα είναι η απόδειξη της ολονύκτιας παρουσίας. Η ποίηση εστιάζει στο βαθούλωμα που αφήνει το σώμα για να υπαινιχθεί ότι κάποιος ζέσταινε προηγουμένως τα στρωσίδια. Το βλέμμα του Κατσίκα αιχμαλωτίζει τα σημάδια και μας τα παραδίδει για μια νέα ερμηνεία. Έτσι, ο έρωτας «αγκυλώνει στην πραγματικότητα», η ομολογία του είναι εκείνες οι δυο λέξεις που συνοδεύουν «στα καλάμια το τιτίβισμα/ το σάλτο του βατράχου/ το ρίγος του ψαριού/ τον άσπρο ύπνο των νιφάδων», ακριβώς για να παραλληλιστεί η φυσικότητα της ανάγκης του με τον ήχο, την κίνηση, το ανατρίχιασμα αλλά και τη σιωπή του κόσμου που μας περιβάλλει. Κάποτε ο Κατσίκας γίνεται απρόσμενα ρεαλιστής, όπως συμβαίνει με όλους τους αθεράπευτα ρομαντικούς μόλις νιώσουν ότι το ερωτικό αίσθημα, η απελευθέρωση κι η έξαρση του σωματικού ρυθμού δεν είναι παρά μια τροποποίηση του αισθήματος του χρόνου. Κι ο χρόνος, ως γνωστόν, τελειώνει:

ΥΣΤΕΡΑ

Από τα σατέν βλέμματα/ Τα αιχμάλωτα χάδια/ Τα υγρά με απόκρυψη αποτυπώματα/ Τους ανεπιτήδευτους οργασμούς/ Ύστερα, στο αφιλόξενο ντους/ μισήσαμε τους εαυτούς μας.

Επιτρέψτε μου να πω ότι θεωρώ το συγκεκριμένο ποίημα ένα διαμαντάκι. Αποδίδει μοναδικά τη δεύτερη κατάσταση στην οποία παρουσιάζονται τα ίδια πράγματα, οι ίδιες πράξεις, όταν βγαίνουν από την παθιασμένη τους τροχιά και αντικρίζουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τη γυμνή αλήθεια.

Τη δεύτερη ομάδα των 12 ποιημάτων προλογίζει ένα αινιγματικό ποίημα με τίτλο «Προνύμφες». Ο ουροβόρος όφις συμπλέκεται με τις προνύμφες, εκείνη την ξεχωριστή, νεανική μορφή στην οποία πολλά ζώα υποβάλλονται πριν από τη μεταμόρφωσή τους σε ενήλικα. Εδώ, η έκδυση του παλαιού δέρματος αποτελεί τόλμημα των «ονειροπόλων και των τρελών». Ο Κατσίκας υπενθυμίζει ότι κάθε μεταμόρφωση τρέφεται από τις σάρκες μας, κάθε μετάβαση ξύνει από πάνω μας το παλιό δέρμα σαν πληγή. Εμπνέεται από τις δημιουργικές αντιφάσεις του βίου, βλ. το ποίημα «Τα δώρα», επανέρχεται σε σύμβολα αγαπημένα, πεταλούδες, άνθη, καρχαρίες και εισάγει τα κοιμητήρια που θα καταλάβουν –τι ειρωνεία– ζωτικό χώρο του τρίτου μέρους. Το ποίημα «Αθάνατη εταίρα» είναι ένα από τα αγαπημένα μου της συλλογής. Αντιγράφω τους δυο πρώτους στίχους: «Η μέρα είναι για κελάηδημα/ η νύχτα για στεναγμούς και κούραση ενάρετη». Ο Κατσίκας επιφυλάσσει συχνά μέσα στα ποιήματα αποφθεγματικές διατυπώσεις και το κάνει μ’ έναν φευγαλέο τρόπο, λες και θέλει να δοκιμάσει αστραπιαία τον βαθμό της εγρήγορσής μας. Δύσκολα ο αναγνώστης γυρίζει την πλάτη σε κάποιον που αποκαλεί ενάρετο τον νυχτερινό, ερωτικό κάματο.

«Τα κόκκινα πουλιά» είναι το ποίημα οδηγός του τρίτου μέρους, απ’ όπου και ο τίτλος της συλλογής. Ιπτάμενες αποδείξεις ενός εφιαλτικού ονείρου, τα πουλιά συνωστίζονται σ’ έναν εχθρικό ουρανό, έναν αέρα που, καθώς το ποιητικό υποκείμενο εισπνέει, τον συνδέει αναπόφευκτα με την επώδυνη μοίρα του ονειρευόμενου. Εδώ βρίσκονται τα ποιήματα της συλλογής που φλερτάρουν περισσότερο με την τοπιογραφία του θανάτου. Για τον ποιητή, μόνον η σταθερή του υπόμνηση πιστοποιεί τον βαθμό της ανθρώπινης ζωντάνιας. Όταν οι άνθρωποι, στο ξεκίνημα της νέας μέρας, ευγνωμονούν ο καθείς τον Θεό του, ο Κατσίκας γνωρίζει ότι το οφείλει «στα γέλια των νεκροθαφτών/ πίσω απ’ το κοιμητήρι». Όποιος τα ακούει, δεν είναι νεκρός για πάντα. Δεν ξέρω αν η γειτνίαση με τα νεκροταφεία υφίσταται στην αληθινή ζωή ή είναι μια ποιητική επινόηση. Όπως και να ’χει, «τα τρομαγμένα κόκαλα», η πνιγηρή παραπομπή στα οστεοφυλάκια, οι «παλιές ταφόπλακες» που πάνω τους κανείς σκοντάφτει, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διηγούνται ξανά και ξανά την αναπόφευκτη κατάληξη: «Το όνομα μόνο κ’ η ηλικία μας/ θα ζήσουν για πάντα στον Παράδεισο» λέει ο Κατσίκας και καταφέρνει να εγγράψει στη σπαρακτική αυτή διαπίστωση έναν τόνο πικρού γέλωτος. Και να πάλι η ικανότητά του να ατενίζει την ποιητική ιδέα στη γύμνια και την ακρίβεια των γραμμών της, να αφαιρεί λόγια για να ακουστεί βαθύτερα η ουσία, να διανύει αστραπιαία, με μοναδικό όχημα την ποιητική μεταφορά, χιλιόμετρα φιλοσοφικής θεώρησης: «Όλοι καταγόμαστε/ από ετοιμόρροπα κοιμητήρια/ δίχως παντζούρια/ Τόπος μας είναι εκεί/ όπου έχουμε την τελευταία μας ανάμνηση».

{jb_quote}Υπενθυμίζει ότι κάθε μεταμόρφωση τρέφεται από τις σάρκες μας, κάθε μετάβαση ξύνει από πάνω μας το παλιό δέρμα σαν πληγή.{/jb_quote}

Το τέταρτο και τελευταίο μέρος της συλλογής ανοίγει μ’ ένα πεντάστιχο ποίημα αφιερωμένο στον γιο του. Ο Κατσίκας ομολογεί ότι κάθε εργαλείο, κάθε απόπειρα να συνομιλήσει ποιητικά με τον φυσικό κόσμο, τα δέντρα, τα νερά, τα χώματα, έχει σαν απώτερο στόχο την αέναη επικοινωνία με το παιδί του κι όταν ακόμη ο ίδιος θα έχει αποχωρήσει από τη ζωή. Όποιος έγραψε στα χώματα όσο ζούσε, αντιμάχεται προκαταβολικά τη σιωπή του τελευταίου χώματος που θα τον σκεπάσει. Πατρική απεύθυνση και συγχρόνως εξήγηση της ακατανίκητης έλξης που ασκεί στους ποιητές το παιχνίδι της έμπνευσης. Γιατί, τι άλλο είναι η ποίηση από την ελπίδα της νίκης επί των χωμάτων; Στο μεταξύ, ο γνώριμος καρχαρίας επανεμφανίζεται να τρώει κόλλυβο στον βυθό, το φίδι υπάρχει εκεί για να δαγκώσει, τα ρόδα διάγουν άοσμο βίο, το πουλί που παράγει ποιητές αποσύρεται από την ενεργό δράση. Ο αναγνώστης πιθανώς να νιώσει άβολα απέναντι σ’ αυτό που ο Ελύτης είχε περιγράψει ως «το θάρρος να επιχειρείς τους πιο απίθανους γάμους των στοιχείων του κόσμου». Όμως δεν είναι μόνο ποιητικοτεχνική η τάση του Κατσίκα να μοιράζεται μαζί μας μυστικά ασύλληπτα από τη λογική εποπτεία. Είναι κάτι πιο απλό. Ο σεβασμός των δυνάμεων και των ρυθμών της φύσης, η επιθυμία της παρατήρησής της κι εκείνη η παιδική, σχεδόν, απορία να μάθει από τι είναι φτιαγμένος ο παλλόμενος κόσμος της. Το ποίημα με τίτλο «Το παγοθραυστικό» διαβάζεται σαν παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά. Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα σκαρί που έπλευσε στις θάλασσες του κόσμου, γνώρισε των πιο εξωτικών νερών το βάθος και το χρώμα κι όταν η «αρμύρα έφτασε στο μεδούλι», νομίζω πως ο στίχος αυτός θα μου έρχεται ακαριαία στο μυαλό κάθε φορά που θα βλέπω γερασμένα πλοία, αποσύρθηκε σε απάνεμο καρνάγιο για να διηγηθεί τις περιπέτειές του στις άπειρες ακόμη και αταξίδευτες τράτες. Τίποτε εξωπραγματικό, τίποτε που να μην οδηγεί ευθέως στη σύνδεση της ρότας του παγοθραυστικού με τις διαδρομές του ανθρώπινου βίου. Παροπλισμένα παγοθραυστικά είναι και «τα αδιήγητα ποιήματα», τίτλος του 36ου ποιήματος της συλλογής. Κατακλύζουν το κεφάλι και τα χαρτιά του ποιητή, εκείνος τα «γηροκομεί» καθώς με το πέρασμα του χρόνου όλο τα διορθώνει κι όλο τα διαβάζει φωναχτά, μήπως και η διαρκής έγνοια του τα καταστήσει κάποια στιγμή αξιόπλοα. Αυτό που παραδίδει στους αναγνώστες είναι τελικά η ηλικία της αγωνίας του για τον βαθμό της απήχησής τους.

Τα κόκκινα πουλιά είναι μια γοητευτική συλλογή. Επειδή μετράει τα λόγια της. Και με τα ίδια αυτά λόγια, επιτρέψτε μου να σκαρώσω τον επίλογο του κειμένου. Ο Πασχάλης Κατσίκας εμπνεύστηκε τα συγκεκριμένα ποιήματα από τον αέρα που φυτεύει τραγούδια στα κλαδιά, από τον ήχο της βροχής καθώς στάζει στον τσίγκο της παιδικής ηλικίας, από τη συνομήλικη λύπη του, από την κοινή καταγωγή του έρωτα και του θανάτου, από την έχθρα του για ό,τι τον συγκρατεί, από το αιώνιο παράπονο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αλλά, κυρίως, από την ομορφιά του κόσμου που πρόβαλε απροειδοποίητα μόλις γεννήθηκε ο θάνατος. Τα κόκκινα πουλιά φτερουγίζουν πάνω από τα κεφάλια όλων και μας το υπενθυμίζουν. Και η ποίηση του Πασχάλη Κατσίκα, ευτυχώς, ζει ανάμεσά μας.

[Η Γεωργία Τριανταφυλλίδου σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. κι έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές.]

Τα κόκκινα πουλιά
Πασχάλης Κατσίκας
Δρόμων
σ. 50
ISBN: 978-960-694-518-2
Τιμή: 8,48€

Keywords
Τυχαία Θέματα