«Ανήκομεν μεν, δεν μετέχομεν δε…»

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΝΤΑΣΚΑ

Αντίσταση ή συμβιβασμός; Η διαχρονικότητα της πορείας των Ελλήνων ταλαντεύεται αενάως ανάμεσα στα δύο άκρα του εκκρεμούς, όταν πρόκειται περί σχέσεων με τον ξένο παράγοντα. Ανάμεσα σε συναισθηματικές, ανορθολογικές πατριωτικές εξάρσεις και ιδιοτελείς ή φοβικούς ενδοτισμούς, ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας δυσκολεύεται να βρει ισορροπία λόγω του μεταπρατικού και παραρτηματικού χαρακτήρα μέρους του πολιτικού προσωπικού και της άρχουσας οικονομικής τάξεως. Η εκ θεμελίων του ελληνικού κράτους εξάρτηση από δυτικές δυνάμεις, ιδίως από την Αγγλία και τις ΗΠΑ

και δευτερευόντως από τη Γερμανία, είναι το σταθερό πολιτικό υπόβαθρο που υποστηρίζεται σε ιδεολογικό επίπεδο με το ρεύμα του «δυτικισμού», απογόνου της κοραϊκής «μετακένωσης». Η καλύτερη έκφραση αυτού του ρεύματος δόθηκε από τον σπουδαιότερο πολιτικό εκπρόσωπο του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή: «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Πράγματι, «ανήκομεν» χωρίς, όμως, να «μετέχομεν».
Η «Δύση» ως έννοια έχει ενδιαφέρον. Πρώτον, ο ελληνοκεντρισμός της. Ό,τι είναι δυτικά της Ελλάδας ορίζεται εύκολα ως Δύση και ό,τι είναι ανατολικά της ως Ανατολή. Η ίδια η Ελλάδα αλλά και οι χώρες ιστορικής πολιτισμικής επιρροής της (π.χ. Βαλκάνια) δύσκολα μπορούν να υπαχθούν στη μία ή την άλλη έννοια. Εννοιολογικά περιελάμβανε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου το Νατοϊκό στρατόπεδο. Σήμερα, όμως, που η ΕΣΣΔ είναι παρελθόν και η ΕΕ, επεκτεινόμενη προς Ανατολάς μέχρι και τα Βαλκάνια ή πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, θα μπορούσε δυνητικά να εξελιχθεί σε αντίπαλο δέος των ΗΠΑ, ποιο το νόημα ενός τέτοιου όρου;
Λογικά μπορεί να είναι μόνο ένα: η άρρηκτη σύνδεση ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, η από κοινού αντιπαράθεση προς τις αναδυόμενες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων ουχ ήττον η Ρωσία. Διότι, αν η Ρωσία αποτελούσε μέρος της Ενωμένης Ευρώπης, η συνένωση φυσικών πόρων των απέραντων ρωσικών εκτάσεων με την προέχουσα θέση της Ευρώπης στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θα δημιουργούσε μία υπερδύναμη ικανή να σταθεί αυτόνομα και ανταγωνιστικά προς τις ΗΠΑ. Επίσης, εννοιολογικά προδιαθέτει προς μία αντίθεση στον κόσμο της Μέσης Ανατολής. Τα αραβικά κράτη, από την Αίγυπτο μέχρι το Ιράκ, και φυσικά το περσικό κράτος παραμένουν εκτός του πεδίου ενδιαφέροντος του δυτικισμού.
Μία τέτοια γεωπολιτική προσέγγιση είναι μεν συμφέρουσα για τις ΗΠΑ και τις εξαρτώμενες από αυτές κεφαλαιοκρατικές τάξεις –ιδίως τον χρηματοπιστωτικό τομέα– της Ευρώπης (από το λονδρέζικο Σίτυ μέχρι τη γερμανική «Ατλαντική Γέφυρα») είναι όμως επιβλαβής για τους ευρωπαϊκούς και όχι μόνο λαούς. Επί αυτής της φιλοσοφίας εδράζεται η αντίληψη ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση πρέπει να προσλάβει φεντεραλιστικά χαρακτηριστικά (αμερικανικής απομιμήσεως, σε κακέκτυπη όμως μορφή, με δεδομένη την εθνοκρατική ταυτότητα των συνιστωσών πολιτειών) και ότι περαιτέρω ο φεντεραλισμός πρέπει να έχει ως μόνο σημείο αφετηρίας την οικονομία. Τις συνέπειες τις βιώνουν την τελευταία τριετία δραματικά τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης.
Αν αυτά ισχύουν για το σύνολο της Ευρώπης, ισχύουν πολλαπλασίως για τη χώρα μας και για επιπλέον λόγους. Η πολιτισμική ιδιομορφία της Ελλάδος, που συνδυάζει την αρχαία ελληνική κληρονομιά (πηγή έμπνευσης του δυτικοευρωπαϊκού πνεύματος) με την ορθόδοξη πολιτισμική ταυτότητα (επίπεδο πολιτισμικής πατρότητας προς την ομόδοξη Ανατολική Ευρώπη και σημείο επαφής με τις ιστορικά μεικτού πολιτισμικού χαρακτήρα χώρες της Μέσης Ανατολής – εξαιρουμένης, δηλαδή, της Αραβικής Χερσονήσου) της εξασφάλιζε προνομιακό διαμεσολαβητικό και γεφυροποιητικό ρόλο μεταξύ φαινομενικά ασύμβατων «παραδειγμάτων», αλλά και την επιφυλακτικότητα έως και ανοικτή εχθρότητα τόσο των Δυτικοευρωπαίων όσο και της Ανατολής, όποτε ένας τέτοιος ρόλος καθίστατο ανεπίκαιρος.
Αν στην Ελλάδα υπήρχε μία γνήσια ελληνοκεντρική (και όχι αμερικανοκεντρική, γερμανοκεντρική, ρωσοκεντρική ή άλλη) δεξαμενή σκέψης, θα έπρεπε, σε επίπεδο τουλάχιστον οραματικό, ως ελληνική διεθνοπολιτική ιδεολογία, να συζητηθεί μία, ιδεατή για την ελληνική οπτική, εναλλακτική μορφή διεθνούς συνεργασίας. Τώρα που το δυτικό «υπόδειγμα» εμφανίζει τριγμούς στα θεμέλιά του, ανθρωπολογικά, πολιτισμικά, δημογραφικά, οικονομικά, γεωστρατηγικά, και η υπόσχεση του δυτικιστικού ιδεολογήματος περί εξασφάλισης της ευημερίας μέσω της εξάρτησης από τους δυτικούς προστάτες γίνεται όλο και λιγότερο πειστική. Ένας συνασπισμός δημοκρατικών εθνών που θα αγκαλιάζει το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, από την Ισλανδία μέχρι τη Ρωσία, την Κύπρο και την Πορτογαλία, αλλά και την περιοχή της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής (σύμφωνα με τον τρέχοντα όρο στην ιστορική βιβλιογραφία), από την Αίγυπτο μέχρι την Τουρκία και το Ιράν. Που θα εξασφαλίζει το στρατηγικό βάθος και την ενεργειακή κυριαρχία της Ευρώπης και τον σταδιακό εκδημοκρατισμό-ειρήνευση του γειτονικού προς την Ελλάδα χώρου, του οποίου τις αναστατώσεις βιώνουμε πολλαπλώς, από τις αμυντικές δαπάνες μέχρι το μεταναστευτικό.
Υπό το πρίσμα αυτό, με ενεργητικό και δυναμικό-προοδευτικό πνεύμα, θα όφειλε να εξετάζεται η συμμετοχή στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και όχι ως μία τετελεσμένη ή ερήμην μας κινούμενη διαδικασία παγιωμένων όρων και ορίων. Με αναζήτηση εναλλακτικών, εφόσον οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Δυστυχώς, τέτοιες συζητήσεις θεωρούνται υπερβολικά φιλοσοφικές ή συμπτώματα αιθεροβάμονος «μικρομεγαλισμού». Γι’ αυτό άλλωστε και οι συγκρίσεις σε επίπεδο στρατηγικής ανάλυσης του ελληνικού συμπλέγματος κατωτερότητας με το Ισραήλ, ενός κράτους με το 60% του ελληνικού πληθυσμού και έκταση μικρότερη του 20% της ελληνικής, διόλου κολακευτικές για το «ελληνικό δαιμόνιο» αποβαίνουν.

Keywords
Τυχαία Θέματα